27/11/15

Η κόσα θέλει ψυχή

Φυσούσε για τρίτη μέρα ο λίβας, έκαιγε ο τόπος, σύριζαν τα σπαρτά στο χωράφι, λες κι' έπαιρναν φωτιά. Βγήκα από το σπίτι. Η Κλειώ ξωπίσω μου. Είδα τις  σαύρες να τρέχουν να κρυφτούν κάτω από τις ποταμίσιες πέτρες. Άρπαξα την κόσα. Έσφιξα τα χείλη μου κι απόφάσισα να δοκιμάσω γι' άλλη μια φορά μήπως και τα καταφέρω να θερίσω το βίκο στο χωράφι μου. Είχα αποπειραθεί πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν κατάφερα.
Mε την κόσα στο χέρι . Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
 Ένα από τα πρώτα πράγματα που σε διδάσκει η φύση είναι η απόλυτη πειθαρχία του σώματος και του νου. Η δύναμη πάει στράφι, όταν δεν μπορείς να δαμάσεις τους μύς σου με τη σκέψη σου. Δεν μπορείς να είσαι ένας αμέριμνος Οβελίξ όταν βγαίνεις για να συλλέξεις τους καρπούς της φύσης, να περιποιηθείς το χώμα, να βοηθήσεις τα δέντρα να ευδοκιμήσουν. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος, να παρατηρείς, να ακούς, να ισορροπείς το σώμα σου για να μην παραπατήσεις, να προστατεύεις τα χέρια σου από τα επικίνδυνα χόρτα, να ερμηνεύεις τα σημάδια της φύσης, τις πατημασιές των αγριόχοιρων, τα νυχτοπερπατήματα των λαγών στην πανσέληνο.
Πάντα ζήλευα τους περαστικούς αλλοδαπούς εργάτες, που περνούσαν για να ζητήσουν δουλειά με την κόσα στον ώμο τους. Πάντα τους έμπαζα στο χωράφι για ένα μεροκάμματο. Άξιζε τον κόπο! Η απόλυτη αρμονία! Το σώμα τους καμπυλωνόταν, έπαιρνε το σχήμα της κόσας, λύγιζε σαν την κόσα, τα χέρια τους φαίνονταν ανάλαφρα, ενώ το κορμί τους κινούνταν από τη μέση και πάνω. Το κεφάλι έγερνε, σαν να αισθάνονταν τον αβάσταχτο πόνο των σπαρτών που ξεριζώνονταν απότομα, για να προσφέρουν τον "άρτον ημών τον επιούσιον" σ' εμάς τους ανθρώπους.
Από τη "λευκή κορδέλα" του Michael Haneke
Έσφιξα την κόσα πάνω μου. Πήγα στη μέση του χωραφιού, κύταξα πάνω τον ουρανό. Ήταν θολός. Σκέφτηκα όλους αυτούς τους πίνακες των φλαμανδών ζωγράφων, του Pieter Brughel, των γάλλων ιμπρεσσιονιστών, του Julien Dupre με τους αγρότες που χειρίζονταν την κόσα με την άνεση ενός αριστοτέχνη χορευτή πάνω στην πίστα. Καρέ-καρέ περνούσαν από μπροστά μου οι σκηνές από το 1900 του Bernando Bertolucci, με τους γαιοκτήμονες-αριστοκράτες σε πρώτο πλάνο και τους αγρότες, οι σκηνές από τη λευκή κορδέλα του Michael Haneke με τους εκκολαπτόμενους φασίστες σε πρώτο πλάνο και τους αγρότες.  
Με τα μάτια της ψυχής ακολούθησα τους ήρωές μου. Στεκόμουν στη σειρά, πίσω τους, και επαναλάμβανα τις κινήσεις τους. Το σώμα μου, σε πλήρη αρμονία με την ψυχή μου. Επιτέλους τα κατάφερα. Έβαλα την ψυχή μου. Σταμάτησα όταν ο ιδρώτας που έσταζε, μου θάμπωσε τα μάτια.

23/11/15

Το μάζεμα της ελιάς στους δίσεκτους χρόνους

Όλη η Ελλάδα έχει ξεχυθεί για το μάζεμα της ελιάς.  Οι εργαζόμενοι των πόλεων, με τη χρεωστούμενη άδεια του καλοκαιριού, από την Ανατολή μέχρι τη Δύση του ήλιου μαζεύουν τις ελιές τους. Μόλις βγεις στους μικρούς δρόμους, η χαρακτηριστική καυστική μυρωδιά του λαδιού φωλιάζει στα ρουθούνια σου. Οι ελιόκαμποι είναι γεμάτοι από τα γέλια και τα χωρατά των ανθρώπων, θόρυβος, θόρυβος παντού. Και μετά στα σπίτια, στα τηλέφωνα, στο face book, ανταλλάσσονται συνταγές για την παρασκευή των βρώσιμων ελιών. 
Μάζεμα της ελιάς στο Βιδόνι Αρκαδίας,
Αρχείο Αργύρη Αντωνόπουλου
Εδώ και αρκετά χρόνια συλλέγω τις ελιές μου από τα εγκαταλελειμμένα δέντρα που κρύβονται στις ράχες των ηλιόλουστων αρκαδικών βουνών. Είναι πολλές οι ελιές, βρίσκονται κοντά στις σωρούς από τις πέτρες, τα απομεινάρια των οικισμών του 18ου-19ου αιώνα. Το μάζεμα για μένα είναι μια μοναχική εργασία. Μου αρέσει να περνάω το χτένι μου ανάμεσα στους καρπούς της ελιάς και να βλέπω τα φύλλα της σαν μικρά σπαθάκια να λαμπυρίζουν στον ήλιο. Και μετά στο σπίτι, τις βάζω στη μεγάλη γαλάζια πλαστική λεκάνη και τις πλένω με τη μάνικα του κήπου. Κι' όταν οι ελιές καθαριστούν, αποχωριστούν από το μίσχο και τα φυλλαράκια τους, γεμίζω τα κιούπια με τις εκλεκτές -αυτές που δεν τις έχει πλησιάσει το μουσούδι του δάκου- τις βάζω να κολυμπάνε στο νερό και ρίχνω και λίγο χοντρό αλάτι. Οι ελιές αργούν να γίνουν. Δεν βιάζομαι ποτέ. Στο πρώτο ανοιξιάτικο τραπέζι, οι εκλεκτοί καλεσμένοι μου τις δοκιμάζουν.
Οι φωνές ακούγονται από μακριά, τώρα που νυχτώνει, τα μηχανήματα στα λιοτρίβια αγκομαχούν, ο κόσμος βιάζεται να γυρίσει στο σπίτι του. Οι άνδρες -πρωτευουσιάνοι, αλλοδαποί, και ντόπιοι, όλοι ανεξαιρέτως θα συναντηθούν στο καφενείο για να πιουν το εκλεκτό "φλέρι" και να γευτούν το λιτό μεζέ. Οι γυναίκες θα μαζευτούν στα σπίτια για να γελάσουν. 

Η ιεροτελεστία θυμίζει άλλες εποχές. Η παλινδρόμηση του χρόνου της κρίσης. Το κατώφλι της αυτοκατανάλωσης το διαβαίνουν όλο και περισσότεροι σήμερα. 
Οικογένειες ολόκληρες, μικροί και μεγάλοι, ο καθένας συμμετέχει περήφανος στο μάζεμα της ελιάς,για να πάρει το μερτικό του, για να βγάλει τον επιούσιο με τον ιδρώτα του προσώπου του.
Ίσως στους δίσεκτους οι άνθρωποι να αγαπούν περισσότερο τη γη και να δένονται όλο και πιο πολύ μαζί της.

1/11/15

Οι δύο όψεις του φεγγαριού

Το φεγγάρι του φθινοπώρου στάθηκε ακριβώς δίπλα από τον Πύργο των Αθηνών. Ήταν σκληρό το φως του, καθώς ανταγωνιζόταν τη μεγάλη φωτεινή επιγραφή της "Interamerican". Βγήκα στο μπαλκόνι, τα μαβιά λουλούδια του δεντρολίβανου έλαμπαν στη νύχτα, μάζεψα μια χουφτίτσα και την έσφιξα στην παλάμη μου. Το φως του φεγγαριού ήταν σκληρό, διαπεραστικό, ερχόταν κατευθείαν από απέναντι, - διαπερνούσε τις κεραίες, που έτρεμαν σχεδόν σαν διαφανείς σωλήνες από τον αέρα μέσα στη νύχτα.
Αδείλιαστο το φεγγάρι της Αθήνας, που προκαλεί τους διασκεδαστές του Σαββατοκύριακο να ασχοληθούν μαζί του, καθώς αυτοί περνούν με τ' αυτοκίνητα, πεζοί και ποδηλάτες και δεν κοιτούν ποτέ προς τα πάνω στον ουρανό.
Το φεγγάρι στο αρκαδικό οροπέδιο, είναι παιχνιδιάρικο, τρέχει σαν τη σβούρα, παίζει με τα σκούρα σύννεφα, δεν πλησιάζει ποτέ το κόκκινο φως της ανεμογεννήτριας που αναβοσβήνει στο βουνό, πέρα προς τον Αναβρυτό. Λειτουργεί συμπληρωματικά φωτίζοντας το μονοπάτι απ' όπου αναμένεται να περάσει ο Δον Κιχώτης. Κοιτάζω πάντα από την αγαπημένη μου γωνιά στο χωράφι εναλλάξ πότε το φεγγάρι και πότε το φως της ανεμογεννήτριας και νομίζω ότι θα ακούσω τους αιώνιους καυγάδες του μυλωνά με τη μυλωνού, μαζί με τα πτερύγια του ανεμόμυλου που στρέφονται αδιάκοπα μέσα στο χρόνο
.

29/10/15

Στους μανιταρώνες των αγριόχοιρων

Η χθεσινή νύχτα στο αρκαδικό οροπέδιο ήταν περίεργη. Ο βοριάς αγκομαχούσε καθώς καταβρόχθιζε ένα-ένα τα φύλλα της βερυκοκιάς μας και το φεγγάρι με τις σκιές του σχεδίαζε μάγισσες και φωτιές στις κουρτίνες. Απέναντι το κάστρο της Καρύταινας δεν είχε ούτε ένα σύννεφο. Καλός οιωνός για την ημέρα που θα επακολουθούσε. Η νύχτα ήταν σιωπηλή, ούτε αλυχτίσματα σκυλιών, ούτε κλάμματα τσακαλιών.
Το πρωί ο πάγος είχε καλύψει όλο το κτήμα.
 Ξυπνήσαμε, κάναμε καφέ, φορτώσαμε τα σακίδιά μας και αναχωρήσαμε για το Λύκαιο όρος. Τέλη Οκτώβρη και οι κυδωνιές εξακολουθούσαν να βαραίνουν από τα κυδώνια. Οι ροδιές ήταν γεμάτες ρόδια. Σταματήσαμε για καρύδια, δεν βρήκαμε τίποτα. Ρωτήσαμε στο μπακαλικάκι του μικρού χωριού. "Ήρθαν οι Ιταλοί και μας τα πήραν όλα -καρύδια και κάστανα, μεγάλα, μικρά, φορτώσαν και φύγανε, δώσανε καλές τιμές", μας δήλωσε η παχουλή ξανθιά με τα βαμένα μεγάλα νύχια, πωλήτρια. Προχωρήσαμε προς τον Άγιο Σύλλα, σταματήσαμε λίγο πιο πάνω.  Εκεί στις πλαγιές, με τους αιωνόβιους δρυς. Βρήκαμε τους μανιταρώνες. Μανιτάρια όλων των ειδών, πορτοκαλί καμπανάκια, καφέ-πλατιά σαν ταψιά, άσπρα σκληρά, άσπρα μαλακά, καφέ πιτσιλωτά, μανιτάρια σαν αυτά που μάζευε η Χιονάτη, μανιτάρια μαύρα. Χωθήκαμε βαθιά στο βουνό, θέλαμε να φθάσουμε μέχρι τις όχθες του Αλφειού. Καθώς η Κλειώ πλησίαζε τους μεγάλους θάμνους, τρόμαζε με τα γαυγίσματά της τους κότσυφες κι αυτοί εγκατέλειπαν τις φωλιές τους. Η Κλειώ προχωρούσε με την μουσούδα της κολλημένη στο έδαφος, κάποια στιγμή άρχισε με μια απίστευτη ευδαιμονία να κυλιέται στη λάσπη. Ήθελε να καμουφλαριστεί, να απορροφήσει τη μυρωδιά τους.
Ναι, είχε περάσει το  κοπάδι.
Το δάσος  ανάστατο από τις πατημασιές των αγριόχοιρων. Είχαν ξυστει στους κορμούς των δρυών -το αγαπημένο τους παιχνίδι και γλεντούσαν για τα καλά, καθώς πλησίαζε η πανσέληνος. Τα βελανίδια σωρός, κείτονταν στο χώμα. Τα μανιτάρια μισοφαγωμένα, τσαλαπωτημένα, ανακατεμένα με χώμα.
Όλο το βράδυ έσκαβαν για μανιτάρια. Ρημάξανε τους μανιταρώνες.
Εκλεκτός μεζές!

25/10/15

Τα φθινοπωρινά σχοίνα στο Δελφίνι της Σύρου

Τα σχοίνα στο Δελφίνι, Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν στο Δελφίνι της Σύρου. Είχα αποκοιμηθεί σε μια από τις ξαπλώστρες που είχαν ξεμείνει στην παραλία. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν ανάλαφρες, σχηματίζοντας κρυστάλλους στο σώμα μου. Ο αέρας μοσχοβολούσε από το κελυφωτό θυμάρι, που ήταν άφθονο στο βουνό.  Άφησα το πεσκίρι μου να πέσει στην άμμο και κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα. Αργά-αργά βυθιζόμουν στο κρύο νερό. Ήμουν αποφασισμένη να κολυμπήσω. Ο ήλιος από απέναντι μού χάριζε πλουσιοπάροχα τις τελευταίες του ακτίνες. Αυτό το ταξίδι στη Σύρο ήταν η πραγματοποίηση ενός ενδόμυχου πόθου: "Όταν γυρίζουν όλοι από τις διακοπές εγώ θα ξεκινώ για να μην επανέλθω ποτέ στη βάση μου".
 Χαιρόμουν το απογευματινό μπάνιο στη θάλασσα.
Το Δελφίνι της Σύρου, Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
 Ήταν σχεδόν χαράματα όταν έφτασα στο νησί. Τα καφενεία στην Ερμούπολη ήταν κλειστά. Όλα κυλούσαν με αργούς ρυθμούς. Ρούφηξα τον καφέ μου, έφαγα μέχρι και τα τελευταία ψίχουλα από το κουλούρι μου και κατευθύνθηκα προς το μαγαζί με την καταπράσινη ταμπέλα "Rent a car". Νοίκιασα το πρώτο αυτοκίνητο που μου δώσανε, δεν μπήκα καν στον κόπο να ελέγξω φρένα, μπαταρία, ταχύτητες κι έφυγα προς άγνωστη κατεύθυνση. Το μεσημέρι κατέληξα στο Δελφίνι. Περπάτησα ξυπόλητη στην άμμο,  τα κρίνα βρίσκονταν ακόμη στην εποχή της ανθοφορίας τους. Το υπαίθριο μπαράκι ήταν κλειστό. Οι πολύχρωμες γλάστρες με τους κάκτους είχαν μείνει πάνω στα ξύλινα τραπεζάκια. Προφανώς ο ιδιοκτήτης προσδοκούσε να τις βρει εκεί άθικτες με τα φυτά μεγαλωμένα όταν θα γυρνούσε για να ξεκαλοκαιριάσει ως εργαζόμενος στην παραλία.
Οι λιγοστοί λουόμενοι ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την παραλία και εγώ άρχιζα να αισθάνομαι το κρύο. Βγήκα έξω, έριξα το πεσκίρι στους ώμους μου και ξεκίνησα την αναζήτηση.
Κατευθύνθηκα προς την κλειστή ταβέρνα, όπου πριν από αρκετά χρόνια, όταν δεν υπήρχε ακόμη δρόμος και πηγαίναμε με σκάφος για να κολυμπήσουμε, με έκπληξη ανακάλυψα ότι ανάμεσα στους συνδαιτημόνες μας ήταν μια πανέμορφη ξανθιά με ψάθινο καπέλλο: η Κατρίν Ντενέβ. Εισέβαλα στον περίβολο. Έδρεψα τους κατακόκκινους καρπούς των σχοίνων. Πιστεύω ότι είναι το πιο εκλεκτό καρύκευμα για τα ψητά ψάρια. Κάθε χρόνο τους συλλέγω και τους τακτοποιώ στο γυάλινο μεγάλο βάζο στο ράφι της κουζίνας. Μου αρέσει να παρατηρώ αυτούς τους κατακκόκινους -σχεδον ρουμπινί- κόκκους, που μου θυμίζουν τα ολόγυμνα βουνά που γλύφουν τις παραλίες. Υπάρχουν άφθονα σχοίνα στις Κυκλάδες. Οι κάτοικοι δεν τα χρησιμοποιούν στη μαγειρική, λένε πώς "μόνο τα κατσίκια τα τρώνε". Σίγουρα σε αυτά οφείλεται η νοστιμιά τους.


16/8/15

Με κιτρολέμονα της Μεσογείου: Τάρτα με κρέμα λεμόνι της Μελισσάνθης

Οι πρώτες μνήμες μου είναι κίτρινες. Αναδύονται από το περιβόλι των εσπεριδοειδών του σπιτιού μας, στις Σπέτσες. Περγαμόντα, φράπες, κιτρολέμονα, φρούτα που αγγίζουν με την όξινη γεύση και το διαπεραστικό άρωμα τα όρια της αισθητήριας αντοχής. Το αγαπημένο μου επιδόρπιο ήταν φέτες από τις φλούδες των κιτρολέμονων. 
Tάρτα με κρέμα λεμόνι και παγωτό βανίλια
Αρχείο Μελισσάνθης Σαλίμπα
Ο ασημένιος δίσκος με την κανάτα γεμάτη από δροσερό νερό, με το άσπρο πορσελάνινο μπόλ με τη ζάχαρη και με το άσπρο πορσελάνινο πιάτο υπερ-στολισμένο με φλούδες κιτρολέμονων  κατέφθανε ως επιστέγασμα των καλοκαιρινών γευμάτων επάνω στο λευκό αλέκιαστο τραπεζομάντηλο.  
Βουτούσαμε τις φλούδες στη ζάχαρη, και τις τρώγαμε αργά-αργά, αφού πρώτα εναποθέταμε μερικούς ζαχαρένιους κρυστάλλους στα χείλη μας. Είχαμε μάθει να ξεχωρίζουμε τα κιτρολέμονα που είναι τα μεγάλα, χοντρόφλουδα λεμόνια, από τα λεπτόφλουδα που ήταν γεμάτο χυμούς, που στίβονταν για τις περίφημες καλοκαιριάτικες λεμονάδες. Τις απολαμβάναμε τα βράδυα, στην αυλή με τη στέρνα, παρακολουθώντας τις χολιγουντιανές ταινίες που πρόβαλε  ο παππούς μου με την κινηματογραφική του μηχανή πάνω στο λευκό παλιό σεντόνι.

Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα, κι όταν μου πρότεινε η Μελισσάνθη να παρασκευάσει τάρτα με κρέμα λεμόνι (Lemon Curd Tart) ως επιδόρπιο για το γεύμα, ενθουσιάστηκα. Δεν έχασα καθόλου χρόνο. Περπάτησα μέχρι το εγκαταλελειμμένο περιβόλι στους πρόποδες του Υμηττού, παραβίασα τη ξύλινη πόρτα και έκοψα μερικά λεμόνια για την τάρτα. 
Θα σας συμβούλευα να μην επιχειρήσετε να φτιάξετε αυτή την τάρτα, αν προηγουμένως δεν εξασφαλίσετε λεμόνια από κήπο. Τα λεμόνια του εμπορίου είναι κερωμένα, και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η τάρτα ήταν υπέροχη. Η Μελισσάνθη, όπως πάντα επέμενε στο άψογο σερβίρισμα. Έκοψε με μεγάλη προσοχή την τάρτα και τοποθέτησε το κάθε κομμάτι, δίπλα σε μια μπάλα από παγωτό βανίλια σε πιάτα από πορσελάνη Βαϊμάρης. 
Η ευεξία, η εφορία και η ενέργεια που μας χάρισε η τάρτα με κρέμα λεμόνι διατηρήθηκαν μέχρι και μετά τα μεσάνυχτα.


14/8/15

Οκτώ χρόνια μετά τη μεγάλη φωτιά

Στάχτη και μπούρμπερη το κτήμα μας μετά τη μεγάλη φωτιά, το καλοκαίρι του 2008.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή. Τα δέντρα που φυτέψαμε στο περιβόλι την πρώτη άνοιξη μετά την καταστροφή κράτησαν τα άνθη τους. Η μηλιά "Πιλάφα", η αχλαδιά, οι συκιές, η καρυδιά έβγαλαν καρπούς.
Σκέπτομαι όσους θέλουν να φύγουν από την πόλη για να πάνε να γίνουν αγρότες στην ύπαιθρο. Είναιανυποψίαστοι για το πόσος χρόνος, πόσος κόπος και φροντίδα χρειάζονται για να δώσουν τα δέντρα.
Στον κήπο ευτυχώς οι ροδιές επέζησαν και εξακολουθούν κάθε χρόνο να βγάζουν κόκκινα μικρά ρόδια. Η μουσμουλιά και οι βερικοκιές, ευάλωτες στις μεγάλες καιρικές μεταπτώσεις άλλοτε καρπίζουν και άλλοτε μένουν στέρφες.

13/8/15

Στους καταρράκτες του Βρόντου

Στους καταρράκτες του Βρόντου,
Αρχείο Θ. Σαλίμπα

Άρχισε να φυσάει λίβας στα καμποχώραφα. Κοίταξα πέρα μακρυά και είδα το κορφοβούνι της Καρύταινας να αργοσαλεύει μέσα στην αχλή του ορίζοντα.
Αποφασίσαμε να μετακινηθούμε για μέρη δασωτά και δροσερά. Επιτέλους θα αναζητήσουμε τα μονοπάτια του θεού Πάνα και τους τόπους των ξωτικών.  


Στους καταρράκτες του Βρόντου,
Αρχείο Θ. Σαλίμπα
Πήραμε το αυτοκίνητο, σταθήκαμε για λίγο στη συμβολή του Λούσιου με τον Αλφειό, κοντά στη βυζαντινή γέφυρα της Καρύταινας, εκεί που ο Κολοκοτρώνης έβαψε με αίμα και τους δύο ποταμούς και κατευθυνθήκαμε προς την Ανδρίτσαινα. Η ανάβαση στο Λύκαιο όρος είχε αρχίσει. Μόλις φτάσαμε στο Κάτω Κοτύλιο, σ' ένα χωριό στις  με πηγές και ρέματα, ο ήλιος έπαψε να μας μαστιγώνει ανελέητα. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό στρίψαμε δεξιά με κατεύθυνση  τον καταρράκτη του Βρόντου, έναν από τους παραπόταμους του Λούσιου. Ο δρόμος είναι φιδωτός και στενός, δεξιά-αριστερά, γκορτσές, συκιές, αχλαδιές, ελιές, μουριές, βατσινιές. Εγκαταλείψαμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με τα σακίδια στην πλάτη την πεζοπορία για τον καταρράκτη. Οι φυλλωσιές είναι πυκνές, τα πανύψηλα πλατάνια μπλέκονται μεταξύ τους με  γιρλάντες από τους κισσούς. Οι αιωνόβιες δρύες, μόλις που αφήνουν να περάσουν κάποιες ακτίνες του ήλιου. Μικρές και μεγάλες πεταλούδες, πράσινες και μπλε λιβελούλες, όλων των ειδών τα κολεόπτερα πετάνε γύρω μας. Το χώμα είναι υγρό και γλιστερό, τα βρύα καλύπτουν τα κλαδιά των δέντρων. Κάπου εδώ κοντά θα χοροπηδάει ο τραγοπόδαρος θεός και θα μας κοροϊδεύει. Σκέφτομαι τις νύμφες με τα αραχνούφαντα πέπλα τους, τα ξωτικά με τα διάφανα πτερά τους και εμάς τους ιερόσυλους ταξιδιώτες με τα άκομψα παντελόνια και τα αθλητικά παπούτσια. Φθάνουμε στον καταρράκτη, ο θόρυβος του νερού είναι εκκωφαντικός. Εγκαταλείπουμε τα ρούχα μας και κολυμπάμε γυμνοί
 στη γούρνα, προς το σημείο που πέφτει ο μεγάλος καταρράκτης. Δροσιζόμαστε, γελάμε, οι φωνές μας ακούγονται απόκοσμες, προκαλούμε τον Πάνα, τις νύμφες, τα ξωτικά. Το νερόφιδο εξαφανίζεται. Μικρά κόκκινα καβουράκια ξεπροβάλλουν από τους υγρούς βράχους. Βουτάμε μέσα στο νερό, με μια ανείπωτη ευτυχία. Ο χρόνος σταματά να κυλά. Ο αρκαδικός παράδεισος αποκαλύφθηκε.




Το πέρασμα της νύχτας

Χειμώνα-καλοκαίρι, το απόγευμα, οι ίδιες καθημερινές κινήσεις σφραγίζουν την επιστροφή μου στο σπίτι. Τακτοποιώ τη σοδειά της μέρας. Ξεχωρίζω τα χόρτα για βράσιμο από αυτά για τις πίτες και τα τσιγαριστά, και τα ξεπλένω στις μεγάλες πλαστικές λεκάνες με νερό, στον κήπο. Βάζω τους καρπούς στα τελάρα. Πηγαίνω τα καλάθια στο καλύβι. Καθαρίζω τα μαχαιράκια και τα ψαλίδια, τακτοποιώ τους σπάγγους και τα σακουλάκια. Βουρτσίζω την Κλειώ, που δεν βιάζεται ποτέ να τρυπώσει στο σπίτι. Της αρέσει να σκάβει στον κήπο μικρά λαγουμάκια, να ξετρυπώνει παλιά κόκαλα, να φοβίζει με τα γαβγίσματά της τους περαστικούς σκατζόχοιρους, να σπάζει το κέλυφος των μεγάλων σαλιγκαριών. Ένα απόγευμα κατάφερε κι έπιασε μια μικρή νυφίτσα καθώς αυτή εφορμούσε στο καλύβι. Κάθε φορά αμφιταλαντεύομαι  για το αν θα πρέπει να κάνω ένα μπάνιο για να υποδεχθώ τη νύχτα ή θα εξακολουθώ να παραμένω στον κήπο. Πάντα, όμως, υπάρχει κάποια πρόσθετη δουλειά που με κρατάει στον κήπο: ένα βρωμόχορτο για ξεπάστρεμα, ή μια πετρούλα που έχει ξεφύγει από τα παρτέρια, ή πρέπει να μαζέψω δυόσμο για την πίτα και μάραθο για τη σαλάτα.
΄Ωσπου μια στιγμή όλα αλλάζουν. Αργά-αργά ο γκιώνης κατευθύνεται προς τη μεγάλη μουριά.  Ένα ψυχρό αεράκι, στροβιλίζεται πάνω στον κήπο. Αισθάνομαι μια ανατριχίλα, καθώς ανοίγουν οι πόροι στο δέρμα μου και υγραίνεται η αναπνοή μου. Οι νεράιδες της νύχτας καταφθάνουν, αναδύονται από τα σέπαλα των δειλινών το καλοκαίρι και από τις κορφές των κυπαρισσιών το χειμώνα. Ο καιρός αλλάζει, η ζέστη της ημέρας υποχωρεί καθώς ο αυγερινός πάνω ψηλά αποσπερίζει.
Στέκομαι με ευλάβεια στο μπαλκόνι για να προϋπαντήσω τη νύχτα. Οι πυγολαμπίδες αρχίζουν να ερωτοτροπούν.

12/8/15

Στα χρώματα της Ίριδας

Το ουράνιο τόξο, Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Η αγγελιοφόρος θεά Ίρις, γλίστρησε από το ουράνιο τόξο τούτο το αυγουστιάτικο απόγευμα κι ακούμπησε εδώ στους πρόποδες του Μαινάλου, κοντά στις όχθες του γέροντα Αλφειού. Οι ακτίνες του ήλιου διαθλάστηκαν πάνω στις κρυστάλλινες σταγόνες της βροχής. Ο ήλιος έκαιγε, η νεροποντή εξακολουθούσε. Ένα κοπάδι από μπλε και πράσινες λιβελούλες κόλλησε στα ρούχα μου.  Έτρεξα για να βρω καταφύγιο στη μεγάλη συκιά.  Ο ποταμός σταμάτησε να μουγκρίζει, η πανάρχαια χελώνα ξεπρόβαλε από το καβούκι της και με πρωτόγνωρη σβελτάδα στράφηκε προς τις κουμαριές. Σκέφτηκα τη χαρά και την αγαλλίαση του Νώε τη στιγμή που αντίκρισε το ουράνιο τόξο, τότε που η Κιβωτός του ακούμπησε στο όρος Αραράτ. Οι βοσκοί οδηγούσαν τα πρόβατα στα μαντριά. Το γεράκι βολτάριζε πάνω στους λόφους.

11/8/15

Σαν το μυρμήγκι

Άγρια μέντα, από το Μαίναλο,
 Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Σαν το μυρμήγκι τώρα το καλοκαίρι, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, από το Μαίναλο στον Ταύγετο και από εκεί στον Πάρνωνα, συλλέγω αρωματικά φυτά. Κάθε γεύμα, κάθε συνάντηση συμπληρώνεται κι ολοκληρώνεται στο μεγάλο τραπέζι μας με την άφιξη της τσαγέρας το χειμώνα ή της κρυστάλλινης κανάτας το καλοκαίρι, μ' ένα ρόφημα ζεστό ή κρύο αντίστοιχα, που χαρίζει ευεξία και γαργαλάει τις αισθήσεις. Με τις πρώτες γουλιές, οι γλώσσες λύνονται κι αρχίζουν οι εκμυστηρεύσεις. Το παρελθόν  περιπλέκεται με το παρόν, οι κοσμοπολίτικες μνήμες αχαλίνωτες περιφέρονται: στις φυτείες καφέ του Κόνακρι, στις κορυφές του Παρνασσού, στους ξωτικούς κήπους του Καίρου, στα μεταμεσονύχτια παρισινά δείπνα μετά το θέατρο. Πριν καλά καλά μπει ο Ιούνιος, απλώνω τα σύνεργα μου στον πάγκο της κουζίνας. Ψαλιδάκια, σπάγγο, λαστιχάκια, σακκουλάκια πάνινα, μαχαιράκια, καλαθάκια μικρά και μεγάλα επενδυμένα με τουλουπάνι άλλα με βαθύ και άλλα με χαμηλό πάτο, σακίδιο, καπέλλο, γάντια κηπουρού. Βάζω αυτά που πρέπει να μπουν στο σακίδιο μαζί με το θερμός γεμάτο με νερό, τα φρούτα μου, τις χαρτοπετσέτες, την αλοιφή για τα έντομα και ξεκινώ. Από τις αρχές Ιουνίου  μαζεύω χαμομήλι και ανθισμένη λεβάντα από τον Ταύγετο. Όταν γυρίζω στο σπίτι, κόβω το χαμομήλι κοντά στον ανθό και το απλώνω σ' ένα μεγάλο ταψί, και στη συνέχεια το καλύπτω μ' ένα μεγάλο τούλι. Ένα από τα πιο πολύτιμα υλικά του Τροφοσυλλέκτη είναι τα τούλια από τους γάμος, γιατί καλύπτουν τους καρπούς που αποξηραίνονται στον ήλιο, ή ράβονται σε μικρά σακουλάκια για τα αρωματικά φυτά ή ακόμα μπαίνουνε σκουφάκι στα τσαμπιά από σταφύλι για να μην τσιμπολογούν τις ρώγες τους τα πουλάκια.
Δεν παραλείπω ποτέ να χαρίζω στους αγαπημένους μου φίλους από ένα μεγάλο μπουκέτο λεβάντες για τα μεγάλα βάζα του σπιτιού τους.
Στα μέσα Ιούνη όλος ο τόπος γεμίζει με βάλσαμο ή σπαθόχορτο.  Μαζεύω τα κατακίτρινα άνθη του νωρίς το πρωί, και μόλις γυρίσω στο σπίτι τα βυθίζω σε μεγάλες γυάλες με παρθένο ελαιόλαδο.
Ανήμερα του προφήτη Ηλία αρχίζει η συλλογή της ανθισμένης ρίγανης στο Μαίναλο. Ταυτόχρονα ο Ταύγετος γεμίζει από τσάι του βουνού. Ολόκληρα λιβάδια από τσάι του βουνού μοσκοβολάνε, εκεί οι Μανιάτες βόσκουν τα μικρά μοσχαράκια. Στο τέλος του Ιούλη ανεβαίνω στα αρκαδικά μοναστήρια για να μαζέψω τίλιο (φλαμούρι) από τις φλαμουριές. Αρχές Αυγούστου μαζεύω φλισκούνι και άγρια μέντα. Η συγκομιδή ολοκληρώνεται με τη συλλογή των μαύρων καρπών της κουφοξυλιάς (σαμπούκο). Το χειμώνα τα τσάγια με τους καρπούς της κουφοξυλιάς μας απαλλάσσουν από τις λοιμώξεις του λαιμού και μας προκαλούν εφίδρωση. 

2/8/15

Οι συγχορδίες των τζιτζικιών

Ντάλα μεσημέρι, ευτυχώς άρχισε να φυσάει βοριαδάκι. Φόρεσα το καπέλο μου, πήρα τη μαγκούρα της γιαγιάς μου για να διώχνω τα φίδια, ζώστηκα το σακίδιο μου και ξεκίνησα για να μαζέψω μύγδαλα. Βάδιζα μεσ' τα χωράφια, με τ' αγκάθια και τα τριβόλια να τρυπώνουν στο παντελόνι μου. Έφτασα στις μυγδαλιές, δυο-τρεις στη σειρά ανάμεσα στις γκορτσές, τις μηλιές και τις κυδωνιές. Μάζεψα τ' αμύγδαλα, πήρα μια πέτρα για να τα σπάσω και κατέφυγα στον ίσκιο της μεγάλης βελανιδιάς για ν' απολαύσω αυτή τη λιχουδιά. Μου αρέσουν τα μύγδαλα φρέσκα, πριν αποχωριστούν από το περικάρπιό τους, πριν εξαλειφθεί αυτή η δροσερή πικράδα, που αρωματίζει το στόμα. Σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου, έβγαλα το θερμός μου, ήπια μια στάλα νερό.
Οι συνεχείς συγχορδίες των τζιτζικιών  κυριαρχούσαν στο ηχοτοπίο. Θυμήθηκα τις συναυλίες στο Ηρώδειο και τους μουσικούς με τα σμόκιν που συνέχιζαν να παίζουν ακάματοι από την κάψα του αρχαίου θεάτρου. Τουλάχιστον τα τζιτζίκια έχουν λεπτά, διαφανή φτερά. Αχ, αυτός ο Αίσωπος, αδίκως παρεξήγησε αυτά τα έντομα! Τα κατέστησε σύμβολο της τεμπελιάς και της ανεμελιάς! Σύμβολο ενός καλοκαιριού χωρίς τέλος. Θυμήθηκα τα διηγήματα της Φρανσουάζ Σαγκάν, που διαδραματίζονται στην Προβηγκία και τα τζιτζίκια -δεν λείπουν ποτέ από τους αγαπημένους χώρους των ηρώων της. Τα τζιτζίκια σύμβολο του χαμένου παράδεισου της Μεσογείου.
Μέχρι που ένας οξύς ήχος, από τα ξερόκλαδα, κάλυψε τα πάντα. Μια χελώνα με βαριά βήματα, κρύφτηκε στο καβούκι της. Ψηλά στον ουρανό, ένα γεράκι σχημάτιζε κύκλους. Έκλεισα τα μάτια για ν΄ αφουγκραστώ τα σωθικά της καλοκαιριάτικης γης.

Ο εξευρωπαϊσμός των κήπων και των οικιών

Μπάζα έξω από το χωριό Ρούτσι,
Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Κάθε φορά που περπατάω στο λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, ανακαλύπτω όλο και περισσότερα μπάζα. Παλιά κεραμίδια από στέγες, σπασμένες λεκάνες τουαλέτας, ξύλα φαγωμένα από το σαράκι, καναπέδες χωρίς μαξιλάρια, κείτονται σκορπισμένα κοντά στις ρίζες των πλατάνων, στις όχθες των ρεματιών, εκεί που το νερό τρέχει ακόμα και το κατακαλόκαιρο. Άλλοτε πάλι κάτω από τα γεφύρια συναντώ παλιά κρεβάτια με σκουριασμένους σομιέδες, ξεκοιλιασμένα παπλώματα, ντενεκέδες με ξεραμένο ασβέστη, τρύπιες πλαστικές λεκάνες, ρόδες και σαμπρέλες αυτοκινήτων. Οι γράνες της δημοσιάς ασφυκτιούν από τα πλαστικά μπουκάλια αναψυκτικών και νερού, ενώ δεξιά κι αριστερά της βρίσκονται οικόπεδα περιφραγμένα που ξεχειλίζουν από κουφάρια αυτοκινήτων.
Τα σπίτια και οι κήποι τους σήμερα μοιάζουν όλο και περισσότερο με εκείνα της ευρωπαϊκής υπαίθρου. Τα χορτάρια των κήπων καλύφθηκαν με γκαζόν και με τσιμεντένια παρτέρια. Σ' ένα δύο από αυτά υπάρχουν και μικρά αγαλματάκια νάνων -ποιός ξέρει από πια πόλη της Γερμανίας και της Αυστρίας μεταφέρθηκαν! Οι κήποι άδειασαν από τα αντικείμενα και τα υλικά που οι ανυποψίαστοι πρωτευουσιάνοι τα θεωρούσαν άχρηστα και ρυπογόνα. Πετάχτηκαν τα παλιά λάστιχα, οι ντενεκέδες και τα ντενεκεδάκια, οι πέτρες από τα γκρεμισμένα κεραμίδια, οι μάνικες, οι μπανιέρες. Κι όμως πριν από λίγα χρόνια όλα αυτά φυλάσσονταν στους κήπους για να επαναχρησιμοποιηθούν. Οι ντενεκέδες γίνονταν γλάστρες, οι μπανιέρες ποτίστρες για τις γίδες και τα πρόβατα, τα πλαστικά μπουκάλια ατομικά θερμοκήπια για τα πρώιμα λαχανικά. Οι τρύπιες πλαστικές λεκάνες ήταν πρώτης τάξης φυτώρια. Τα σιδερένια βαρέλια μετατρέπονταν σε παιδικά κρεβατάκια. Φυλάω ακόμα το μικρό σιδερένιο κρεβατάκι που χρησιμοποίησε η γιαγιά μου για τα εννέα παιδιά της.
Τίποτα δεν πετάγεται, όλα είναι χρήσιμα έλεγε και ξανάλεγε ο μπαρμπα-Γιώργος! Σήμερα όλα άλλαξαν. Σήμερα όταν ρωτώ τους συγχωριανούς μου "πού μπορώ να πετάξω το κρεβάτι, ή την ξεκοιλιασμένη καρέκλα;" η απάντηση που λαμβάνω είναι πάντα η ίδια: "δώσ' το στον Ελβις, στον Κώστα, στον Ολιν και μη σε νοιάζει, αυτός θα φροντίσει...". Έτσι, με μεγάλη αμεριμνησία τα αντικείμενα, τα υλικά, εξαφανίζονται ως δια μαγείας από τα σπίτια και γίνονται μπάζα στα δάση και στα ποτάμια.
Η κατάσταση μου θυμίζει τα νεογέννητα γατάκια, που κάθε φορά που γεννούσε η γάτα μας, η άλλη η γιαγιά μου, στις Σπέτσες τα έδινε για εξαφάνιση στη Θοδώρα, τη Μαρία, την Κούλα, την εκάστοτε υπηρέτρια.
Κι' εγώ αμέσως τραβούσα προς την απόκρημνη παραλία, από κάτω από το σπίτι μας, δίπλα στη μεγάλη σπηλιά. Παρακολουθούσα ανήμπορη τα γατάκια που κολυμπούσαν αγωνιωδώς μέχρι που σιγά-σιγά τα κατάπινε η θάλασσα. Πίστευα μέχρι και την τελευταία στιγμή ότι θα γλυτώσουν.

.

30/7/15

Οι γευστικές ηδονές της Πρέβεζας


Η Νικόπολη, η ρωμαϊκή πόλη στην είσοδο της Πρέβεζας, για πολλά χρόνια τροφοδοτούσε το φαντασιακό μου σύμπαν. Οι παιδικές μνήμες μου συγχέονταν με τις ρωμαϊκές τριήρεις της ναυμαχίας του Ακτίου, τον αλλόφρονα έρωτα του Μάρκου Αντώνιου για την Κλεοπάτρα, τα κύμβαλα, τις άρπες και τις ρωμαίες πατρικίες.
Οι γευσιγνωστικές μου περιπέτειες στην περιοχή δεν μου άφηναν ποτέ παραπανίσιο χρόνο για περιηγήσεις. Η κουζίνα θαλασσινών της Πρέβεζας είναι ανυπέρβλητη. Ούτε ο Τζέιμς Μποντ, δεν στάθηκε ασυγκίνητος από τις γευστικές ηδονές της πόλης. Οι χυμώδεις γαρίδες της, στην κινηματογραφική ταινία "Για τα μάτια σου μόνο", αποτελούν ένα από τα εκλεκτότερα εδέσματα για τον κοσμοπολίτη πράκτορα με τα εκλεπτυσμένα γούστα.
Κάθε φορά που επισκέπτομαι την πόλη, αφήνω βιαστικά τη βαλίτσα στο λιτό δωμάτιο του ξενοδοχείου και χώνομαι στο κέντρο της πόλης, στα μικρά ταβερνεία, στα ουζάδικα και στα μεζεδοπωλεία. Ακολουθώ πάντα την ίδια ιεροτελεστία, διαλέγω τραπέζι και κατευθύνομαι με θράσος προς το μαγειρείο. Χάνομαι μέσα στα σύννεφα του καπνού και στους θορύβους από τα τσοκανίσματα των πιατικών, που συσσωρεύονται στο νεροχύτη και πάνω στους πάγκους.
Παρατηρώ τον ιδρώτα που αυλακώνει το μέτωπο της μεσόκοπης γυναίκας, που ρίχνει  σε νερό που κοχλάζει -αρωματισμένο με δαφνόφυλλα- τις ραντισμένες με ξύδι μικροσκοπικές γαριδούλες. Προσπαθώ να μαντέψω το είδος των αλευρωμένων ψαριών που χρυσίζουν στο μαντεμένιο τηγάνι. Εκεί, τσουρουφλίζονται όλων των ειδών τα ψάρια που τρώγονται μαζί με το κόκαλο: σπάροι, γύλοι, πέρκες, χάνοι, γαύροι. Ερεθίζονται τα θηλίδια της γεύσης μου από τις γυαλιστερές και τα κυδώνια, που βυθίζονται στο άσπρο κρασί για να μαγειρευτούν. Και όταν προχωρώ προς το προαύλιο, τα πλοκάμια του χταποδιού στην αυτοσχέδια σχάρα μου θυμίζουν τη Μέδουσα, αδερφή του Μ. Αλέξανδρου. Σε μια πλαστική λεκάνη γεμάτη νερό οι σαρδέλες ασημιζουν. Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν έχω γευτεί αυτές τις καραμελωμένες μικρές σουπιές, με τα απόκρυφα ζουμιά που περιλούζουν τη σάρκα τους κάθε φορά που σχίζονται από το μαχαίρι μου.
Ύστερα από πολλά χρόνια, αργά το απόγευμα, πέρασα τα τείχη της Νικόπολης, και ακολούθησα το δυτικό μονοπάτι της πόλης, αυτό που οδηγεί στα παράλια του Αμβρακικού. Ξαφνιάστηκα, όταν πλησίασα: θρυμματισμένα όστρακα σαν κόκκοι άμμου δημιουργούσαν την πιο παράξενη παραλία που είχα δει ποτέ. Μάζεψα δυο τρεις χούφτες ως ενθύμιο της περιήγησής μου. Η βάρκα του Βαγγέλη, του ψαρά, που η μάνα του κατασκευάζει το πιο πικάντικο, το πιο βελούδινο στη γεύση αυγοτάραχο πλησίαζε. Θα πηγαίναμε σπίτι του, θα καθόμαστε στην αυλή, θα δοκιμάζαμε αυγοτάραχο νέας εσοδείας. Πάλι το ιώδιο θα έφτανε μέχρι τα μηνίγγια μου, πάλι το κεντρί της αρχαίας μέλισσας θα μούδιαζε τον ουρανίσκο μου.
Στο σακίδιό μου υπήρχε ένα μπουκάλι κεφαλονίτικης ρομπόλας, ιδανικός σύντροφος γι' αυτή την εκλεκτή λιχουδιά.




21/7/15

Η Αγία Μαρίνα των Σπετσών και της Αρκαδίας


Η Αγία Μαρίνα στις Σπέτσες
H Αγία Μαρίνα συνδέεται και με τις δύο πατρίδες μου. Στις Σπέτσες κολυμπούσα, έπαiζα, και ψάρευα στο λιμανάκι που βρίσκεται το εκκλησάκι της. Ντάλα μεσημέρι, ξεκινούσα για την Άγια Μαρίνα, όταν όλοι βρίσκονταν υπό την επήρεια της μεσημεριάτικης σιέστας, φορώντας το μαγιό μου από μέσα από το σορτς και το μπλουζάκι, και το άσπρο μου καπέλο από καραβόπανο.  Έπαιρνα το δρόμο της ενδοχώρας με την απόχη στο χέρι και το μπλε σακίδιο στην πλάτη, που είχε μέσα  τη χρωματιστή πετσέτα - δώρο του απορρυπαντικού Tibe, και μπόλικα κουτάκια και σακουλάκια. Κοντοστεκόμουν στις φουντωτές χαρουπιές και στις μυγδαλιές και παραφύλαγα για να πιάσω στο δίχτυ μου πεταλούδες κι ακρίδες. Παραμόνευα στις φραγκοσυκιές που ξεπετάγονταν από τα ερείπια  των σπιτιών που είχαν καεί στην Κατοχή, μήπως και περάσει καμιά χρυσόμυγα. Κάποτε-κάποτε κουβαλούσα μαζί μου ως λάφυρο κάποια χελώνα, η οποία πάντοτε τα κατάφερνε και ξέφευγε με μαγικό τρόπο από τον ψηλό μαντρότοιχο του σπιτιού μας. Όταν πια έφτανα στο εκκλησάκι, αργά το απόγευμα, βουτούσα και ξαναβουτούσα για να δροσιστώ στην παραλία. Κάποιες φορές ψάρευα κιόλας. 
Στα ταραγμένα χρόνια της εφηβείας μου δεν παρέλειπα σχεδόν ποτέ να ρίξω μια βουτιά, αργά το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι από τις ντισκοτέκ του νησιού. Το τελευταίο καλοκαίρι των μαθητικών μου χρόνων ξενύχτησα στην παραλία της κουβεντιάζοντας με καμιά δεκαριά συμμαθήτριες.

Στα Περιβόλια Αρκαδίας, επισκέπτομαι το εκκλησάκι της στο κοιμητήριο κάθε φορά που θέλω να αναστοχαστώ στη μνήμη των γονιών μου. Αγναντεύω γύρω-γύρω τα ψηλά βουνά. Το βλέμμα μου πλανιέται από το Μαίναλο, στον λόφο της Καρύταινας κι' από εκεί στον Ταύγετο. 
Το πανηγύρι, που γινόταν κάθε χρόνο στη γιορτή της, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να χαρακτηριστεί ως παραδοσιακό. Πολύ λίγες φορές έτυχε να παρευρεθώ, καθώς δεν μου άρεσαν τα όργανα, ο τσάμικος και τα διαπεραστικά, επικριτικά βλέμματα των συγχωριανών. Στήνονταν τραπέζια γύρω από τον πλάτανο της πλατείας του χωριού, με γουρουνοπούλα, φέτα και ελιές. Οι άνδρες διασκέδαζαν σχηματίζοντας βουναλάκια από τις μπύρες που κατανάλωναν, ενώ οι γυναίκες χόρευαν και γλεντούσαν με "το παπάκι που πάει στην Ποταμιά". 

13/7/15

Στο αρχαίο ορυχείο της Μήλου

Μήλος. Το αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο.
Αρχείο Τροφοσυλέκτη
Οι πρώτες σταγόνες βροχής έπεφταν ρυθμικά πάνω στη στέγη του  Lada-Niva, που σκαρφάλωνε σαν γερμανικό τανκ στις πλαγιές του απόκρημνου λόφου. Λίγα μέτρα από την έξοδο του Αδάμαντα κατευθυνθήκαμε προς τα Νύχια, την περιοχή του αρχαίου ορυχείου. Με τον Αντώνη, τον Μήλιο, οδηγό και ξεναγό, με τα μάτια του επισκέπτη εξερευνούσα το τοπίο. Από μακριά: υπήνεμο λιμάνι, σταχτιά φουσκωμένη θάλασσα, μικροί οικισμοί, φουντωμένες συκιές, ξερολιθιές, ένα καράβι έσχιζε στα δύο το θαλάσσιο πέρασμα, μικροί σιταρώνες που ανατρίχιαζαν από το αεράκι που έφερνε τη βροχή. Από κοντά: όλων των ειδών τα πετεινά του ουρανού πετάγονταν μέσα από τους θάμνους. Είδα κότσυφες, πολύχρωμα καρδερινάκια, φλώρους, αμπελοπούλια. Ο Αντώνης σάστισε καθώς μέτρησα πάνω από δέκα είδη χορταρικών και βοτάνων: χαμομήλι, φασκόμηλο, ανθισμένο θρούμπι, θυμάρι, πράσινοι μίσχοι ρίγανης, σπαθόχορτο, σχίνα, ραδίκια με δαντελωτά φύλα, αγριομάρουλα, μολόχες, ρύκια. 
Φτάσαμε στην κορυφή. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Πάτησα πάνω σ' ένα τάπητα από υγρές, μαύρες, στιλπνές πέτρες. Ήταν οψιδιανοί ή οψιανοί. Λίθοι που τους χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής για να κατασκευάζουν λεπίδια, αιχμές για τα βέλη τους, μαχαίρια. Έσφιξα την πέτρα μέσα στο χέρι μου, ήταν ζεστή, αιχμηρή, δεν θύμιζε καθόλου τη λειάδα από τα βότσαλα της θάλασσας. Ήταν φτιαγμένη από τη λάβα, που έβγαινε από τα έγκατα της γης, καθώς μούγκριζε και σειόταν η θάλασσα και οι άνθρωποι έτρεχαν να κρυφτούν τρομαγμένοι από την έκρηξη του ηφαιστείου.
Στα ίχνη μιας ιστορίας που δεν είναι αδιατάραχη: αρχαία μονοπάτια, ακροπόλεις, οικισμοί, τείχη, ρωμαϊκό θέατρο, πρωτοχριστιανικές κατακόμβες. 
Η ιστορία της Μήλου είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη από ποτέ, καθώς το νησί σύμφωνα με τον Θουκυδίδη δοκίμασε "το δίκαιο του ισχυροτέρου" κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και την ουτοπική επίκληση της ουδετερότητας. 





10/7/15

Για τον τόπο μου με αγάπη

Στο περιβόλι μου, Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Σκάψατε; Οργώσατε; Σβαρνίσατε; Θερίσατε; Σπείρατε; Φυτέψατε; Έβγαλαν κάλους οι παλάμες σας από την κόσσα; Παίξατε με τις μικρές σταγόνες δροσιάς στα φύλλα της αχλαδιάς το πρωί; Είδατε τον πάγο να απομακρύνεται από τη χλόη καθώς ο ήλιος ψήλωνε; 
Σκύψατε χάμω μέχρι τη γη; Περιπλανηθήκατε σε λιβάδια; Γυρίσατε με το καλάθι φορτωμένο με ρίγανη και τσάι του βουνού; Σκαρφαλώσατε για να μαζέψετε τους καρπούς των δέντρων το φθινόπωρο; Χαρήκατε όταν είδατε τα πρώτα βλασταράκια να ξεπετάγονται τινάζοντας από πάνω τους το χώμα; Σκουπίσατε τον ιδρώτα από το μέτωπό σας καθώς έφτανε μέχρι την άκρη της μύτης σας; Βγάλατε τ' αγκάθια από τα πόδια σας και τα τριβόλια από τ' αυτιά του σκύλου σας; Ψάξατε για μυστικούς κήπους; Ανταμώσατε με τις πρώτες αγριοφράουλες την άνοιξη; Κατεβήκατε κάτω στο ποτάμι, να ψαρέψετε; Ακούσατε τα γαργαριστά κουαξ-κουάξ των βατράχων; Σεβαστήκατε τα απεγνωσμένα τιτιβίσματα από τα κοτσύφια το βράδυ; Είδατε την πέρδικα με τα περδικόπουλα στο έρημο μονοπάτι; Ρουφήξατε τις τελευταίες αχτιδες του ήλιου στη δύση; Καλοσωρίσατε τα πρώτα χελιδόνια την άνοιξη; 

...Κι' ήρθε η απόλαυση το βράδυ, με το ευλογημένο νερό, καθώς κυλούσε στο γυμνό σώμα μου.
 Έλουσα τα μαλλιά μου για να φύγουν τα ξερόχορτα και έτριψα τα δάχτυλα των ποδιών μου δυνατά για να αποχωριστώ το αγαπημένο μου χώμα.

8/7/15

Το κόκκινο των μούρων και του οριενταλισμού

Αρχές καλοκαιριού περιπλανηθήκαμε στην Αρκαδία. Στρίψαμε προς την Τεγέα, κατεβήκαμε από το χωριό Κάνδαλος στη λίμνη Τάκα. Ο καιρός αμφίβολος, περνούσε από το λιόκαμα στη συννεφιά και η αχλή στην απέναντι όχθη της λίμνης, τόνιζε την υπερκοσμικότητα του τοπίου. 
Μούρα σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου, ροζ, κόκκινο-παλ, κόκκινο-ροδί, κόκκινο πορφυρό, κόκκινο βαθύ του συκωτιού. Το κόκκινο του οριενταλισμού, το κόκκινο της λεκάνης της Μεσογείου κυριαρχούσε. 
Θυμήθηκα το κόκκινο του Πάμπλο Πικάσσο. 
Θυμήθηκα τις γυναίκες με τα βαμμένα χείλη του Ντελακρουά, καθώς έφερνα τα μούρα στα χείλη μου. Θυμήθηκα τις κυρίες της Κάσμπας του Πιερ Λοτί και τα πορφυρά πέπλα τους, . 
Θυμήθηκα τον Ιβίσκο που στεφάνωνε το αυτί της κοπέλας στον πίνακα του Γκογκέν. 
Θυμήθηκα τα ρόδα στους τοίχους του οθωμανικού σπιτιού στη Ξάνθη.
Η υγρασία ήταν αποπνιχτική. Πήραμε το δρόμο του γυρισμού ανάμεσα στις μηλιές και στις κερασιές. Φτάσαμε στην Τεγέα. 

Τα καλύβια της υπαίθρου: το ύστατο καταφύγιο

Εδώ και αιώνες τα καλύβια αποτελούν το καταφύγιο για τους κατοίκους της υπαίθρου. Όχι μόνο για τους ιδιοκτήτες τους, αλλά και για τους πλάνητες-διαβάτες, τους κυνηγημένους και τους νομάδες που ζητούσαν μια σκέπη να βάλουν το κεφάλι τους από κάτω και να ξαποστάσουν.
Το καλύβι μας, όπως είναι σήμερα, φωτ. Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Το δικό μας το καλύβι κτίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η οικογένειά μου εγκατέλειψε τη ζωή του νομάδα-κτηνοτρόφου και την εποχική διαδρομή από τις πλαγιές του όρους Μαίναλου προς τις Μεσσηνιακές ακτές, για να εγκατασταθεί στην εύφορη πεδιάδα της Μεγαλόπολης. 
Το σπίτι μας, που καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό την πρώτη Σεπτεμβρίου 1966, κτίστηκε μεταγενέστερα, στα 1907, με τα λίγα χρήματα που έφερε ο παππούς μου από την Αμερική. 
Το καλύβι είναι χαμηλό κτίσμα, έχει παραλληλόγραμμο σχήμα, με εμβαδό 64 τ.μ., και πέτρινη επιφάνεια και πλίθινους τοίχους.
Η κατασκευή των πλιθρών, που γινόταν το καλοκαίρι, ήταν αφορμή για γλέντια και χαρές στο χωριό. Για να ανακατευτεί ομοιογενώς η λάσπη με τ' άχυρα, οι άντρες του χωριού, πατούσαν πάνω στη λάσπη με τα γυμνά πόδια τους χαριτολογώντας ή τραγουδώντας ρυθμικά. Στη συνέχεια το μίγμα κοβόταν σε μικρά κομμάτια και ξεραινόταν στον ήλιο.
Το καλύβι άντεξε στο σεισμό αλλά και στην πυρκαγιά το καλοκαίρι του 2007, γιατί οι πλίθρες αποτελούν ένα εξαιρετικά ανθεκτικό υλικό και έχουν επίσης, υψηλή θερμομονωτική ικανότητα. Το καλύβι είναι  δροσερό στους φοβερούς καύσωνες της πεδιάδας το καλοκαίρι.
Το καλύβι μας χωρίζεται μ' ένα τοιχείο στη μέση. Το ένα μέρος χρησίμευε ως αχεριώνας, για να αποθηκεύει η οικογένεια τ' άχυρα -τις καλαμιές από το σιτάρι- με τα οποία διατρέφονταν τα ζώα, ενώ στο άλλο άφηναν τα ζώα, πρόβατα κυρίως.
Το παράθυρο στο καλύβι μας. Αρχείο Τροφοσυλλέκτης
Οι αγρότες αγαπούν και προστατεύουν τα ζώα τους για να επιβιώσουν οι ίδιοι, γιατί όπως λένε: "καλύτερα να του πεθάνει του φτωχού η γυναίκα, παρά να του ψοφήσει το βόδι"
Τα παράθυρα του καλυβιού, δεν είχαν τζάμια και ήταν πολύ μικρά για δυο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί δεν διέθεταν οι άνθρωποι περίσσια χρήματα για μαραγκό και δεύτερον, για να μην μπαίνουν μέσα λύκοι, αλεπούδες και κουνάβια. Αντίθετα η πόρτα είναι πλατιά και χαμηλή για να μην πληγώνονται τα ζώα, οι έγκυες προβατίνες καθώς μπαίνουν και βγαίνουν από εκεί.
Τα παράθυρα και η πόρτα στηρίζονταν γύρω γύρω σε μάρμαρα, τα οποία βρίσκονταν σε αφθονία, λόγω της γειτονικής αρχαίας πόλης των Αιμωνιών.
Το καλύβι σήμερα, που χρησιμεύει ως αποθήκη, θα αποκατασταθεί πλήρως, για να στεγάσει τα εργαλεία και τα προϊόντα της γης που συλλέγει με περίσσια αγάπη και φροντίδα ο τροφοσυλλέκτης.
Σκέφτομαι με ανακούφιση, στους σημερινούς καιρούς της κρίσης, ότι τουλάχιστον δεν ανήκω στους "καυσοκαλυβίτες".
Το καλύβι το δικό μου στέκει όρθιο και δεν έχει καεί.

30/6/15

Τα αγαπημένα μου σαλιγκάρια

Πρωί-πρωί μετά την καλοκαιριάτικη μπόρα, τα σαλιγκάρια ξεπρόβαλαν μέσα από την αραχνοΰφαντη θύρα τους και άρχισαν να περπατούν. Βγήκα στο δρόμο με το καλάθι για τις ελιές, ακολουθώντας το ταξίδι τους. Μεγάλα, καφετιά σαλιγκάρια, με ρίγες, με λαμπερές, σχεδόν διαφανείς κεραίες, γλιστρούσαν, χαράσσοντας υδάτινους δρόμους πάνω στα φύλα.
Θυμήθηκα τα μικρά, τρυφερά σαλιγκαράκια του περιβολιού στο σχολείο, που τα υιοθετούσα για πέντε-έξι ώρες και τα έβαζα σ' ένα μικρό κουτάκι με φύλλα για να τα παρατηρώ κατά τις ατέλειωτες ώρες της πλήξης μου μέσα στην τάξη. Δεν άκουγα τίποτα από τις παραδόσεις των μαθημάτων, χάιδευα επίμονα τις κεραίες των μικρών σαλιγκαριών ακολουθώντας τον ίδιο ρυθμό με το παλλόμενο στόμα τις δασκάλας.
Μπουρμπουριστά, γιαχνιστά, με σάλτσα σκόρδου και λεπτά αρώματα χορταρικών λατρεύω τα σαλιγκάρια.
- Θέλεις να τα φάς; θέλεις να τα απολαύσεις; Με τις άκρες των χειλιών σου, δίνε τους μικρά ρουφηχτά φιλάκια, έλεγε η γιαγιά μου για να μου δείξει πώς να ξεκολλάω τα σαλιγκάρια από το κέλυφός τους.
Τα πιο ζουμερά, τροφαντά, μυρωδάτα σαλιγκάρια τα μαγειρεύει η κυρία Ευθυμία, στο κυλικείο του Εργατικού Κέντρου στο Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι κλάσεις ανώτερα από αυτά στο φημισμένο εστιατόριο  "Escargot Montorgueil", στην Halles του Παρισιού. 
Η ζωή μου βασίζεται στην περιπλάνηση. Εξαρτάται απόλυτα από τη βαλίτσα μου. Μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα. Την εγκαταλείπω προσωρινά στο διάδρομο του διαμερίσματος στην Μαβίλη, στο διάδρομο αποσκευών του αεροδρομίου, στο μεγάλο δωμάτιο στο σπίτι του χωριού, στο σταθμό των ΚΤΕΛ.
Μια βροχερή καλοκαιριάτικη μέρα, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι του λεωφορείου συνειδητοποίησα ήμουν ότι  κι εγώ  είμαι "φερέοικος" σαν τα αγαπημένα μου σαλιγκάρια.

3/5/15

"Μα τον απήγανο"


Σούρουπο της πρωτομαγιάς κι ακούγονταν από μακριά τα γλέντια και τα νταούλια στο χωριό. Ξεκίνησα για το σπίτι της φιλενάδας μου της Θοδώρας, που εδώ και χρόνια έχει αναλάβει να με μυήσει στο μυστικό κόσμο της υπαίθρου. Μου δίχνει χόρτα, βότανα, λουλούδια. Μου μιλάει για τον Κολοκοτρώνη που τριγύριζε στα μέρη μας και ανέμιζε η φουστανέλλα του, για την Αρκαδιανή που τα βόλια φανέρωσαν το στήθος της, αλλά και για τις νεράιδες και τα ξωτικά που κατέβαιναν στο ποτάμι τις νύχτες,  την εποχή που ερωτεύονται τα βατράχια. 
Η Θοδώρα είδε αμέσως τη λεπτή ουλή μου, στο δεξί μου κρόταφο, στην προέκταση των φρυδιών μου. 
- Πάλι χτύπησες; "μάτι" παιδάκι μου και πολύ κακό "μάτι".
Τράβηξε στην άκρη του φράχτη, έκοψε από ένα θάμνο με κίτρινα μπουμπούκια δύο μικρά κλαράκια. 
- Είναι ο απήγανος, το φυτό που διώχνει με τη μυρωδιά του τα πάντα: τσιμπούρια, ψίλους και κυρίως το "κακό μάτι".  Έλα βγάλε τις κάλτσες σου και βάλε κάτω από τις φτέρνες σου τον απήγανο, πρέπει να ακουμπήσει ο απήγανος τη σάρκα σου και συνέχισε:
- Όταν αισθάνεσαι ότι κάποιος θέλει το κακό σου, ότι σε κοιτάζει περίεργα θα λες συνέχεια από μέσα σου:
"Μα τον απήγανο".
Πανάρχαιες ρήσεις που μεταφέρονται μέχρι τις μέρες μας. Ο Οδυσσέας χρησιμοποίησε τον απήγανο για να προστατέψει τον εαυτόν του και τους συντρόφους του από τη μάγισσα Κίρκη. Οι αρχαίοι Έλληνες  καταβρόχθιζαν απήγανο όχι μόνο πριν από τα συμπόσια  ως αντίδοτο για τις δηλητηριάσεις, που ήταν συχνές και γίνονταν για την εξόντωση των αντιπάλων, αλλά και  όταν αισθάνονταν "νευρική δυσπεψία", δηλαδή θεωρούσαν ότι ήταν ματιασμένοι. Ο Λατίνος Πλίνιος λανσάρει τον απήγανο, ως ιατρικό που βελτιώνει την όραση και παροτρύνει τους καλλιτέχνες να τον δοκιμάσουν για να αποδίδουν καλύτερα.
Νομίζω ότι ο Ιούλιος Καίσαρας στον Αστερίξ, κατανάλωνε θάμνους ολόκληρους από απήγανο για να επιβιώνει από τα δηλητήρια που προετοίμαζε καθημερινά με αστείρευτη φαντασία  ο επίγονός του....



13/4/15

Σε βάθος χρόνων




Τίποτα δεν εξαφανίζεται, όλα εξακολουθούν να υπάρχουν σε βάθος χρόνων εντός του περιβάλλοντος χώρου του κάθε αγροτόσπιτου.
Κάθε άνοιξη, καθώς παρατηρώ τα χορτάρια που  μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ πλησιάζουν και πνίγουν το μικρό μου σπίτι στο χωριό, ανα-συνθέτω, καθώς ανα-στοχάζομαι, την ιστορία του.
Οι βατσινιές επιμένουν να βγαίνουν κάτω από τα λιθάρια και να ακολουθούν το περίγραμμα του παλιού δίπατου σπιτιού μας, που γκρεμίστηκε από τους σεισμούς. 
Ο μαρμάρινος κύλινδρος, που πάνω του πάταγε ο παππούς για ν' ανέβει στο άλογο, πνιγμένος από τον κισσό  αντιστέκεται στο χρόνο. Έχει μεταφερθεί εδώ και κάμποσους αιώνες πριν από το χωράφι που σπέρναμε βρώμη, εκεί που βρισκόταν η αρχαία νεκρόπολη, οι  Αιμωνιές.
Η μυλόπετρα για το άλεσμα της ελιάς, τμήμα αρχαίας κολόνας είναι χωμένη στη ρίζα της αχλαδιάς, μπροστά στο νέο αντισεισμικό σπίτι μας και λίγα βήματα πιο πέρα, το πιθάρι του λαδιού, εξακολουθεί να αντιστέκεται στο χρόνο. Ο πατέρας μου έλεγε ότι χρονολογείται πριν να πατήσει ο Κολοκοτρώνης στα χωριά μας.
Τα δέντρα έχουν μείνει στη θέση που ήταν. Τα φυλοβόλα, η αχλαδιά και η βερυκκοκιά είναι μπροστά στα παράθυρα για ν΄αφήνουν τον ήλιο τον χειμώνα και να χαρίζουν δροσιά με το φύλλωμά τους το καλοκαίρι. Οι μηλιές είναι πίσω, δεν έχουμε ακόμα συλλέξει τους καρπούς από τα νέα δέντρα, τα παλιά κάηκαν στις φωτιές του 2007. Η καρυδιά δεσπόζει στον πίσω  χώρο, στην είσοδο του λαχανόκηπου. Οι μουριές κατά μήκος του οικοπέδου και του χωραφιού θέτουν τα όρια για τους ξένους, τους εν δυνάμει καταπατητές. Θεωρείται ασέβεια να κοπεί δέντρο που αποτελεί όριο του χωραφιού, του σπιτιού σου.
Οι κουφοξηλιές έχουν μεγαλώσει, τις αφήνω, για να θυμάμαι τη γιαγιά μου, τη γιάτρισσα που από τους κατάμαυρους καρπούς τους έκανε ματζούνια και καταπότια, για να θεραπεύει τον πονόλαιμο και τις αμυγδαλές. Γύριζε τα χωριά με τα σύνεργά της, μικρά γυάλινα βαζάκια με μπαρούτι και καρπούς κουφοξυλιάς, κρατώντας στο χέρι ένα-δυο ξερόκλαδα με αιχμηρές άκριες. Εκεί στις άκριες η γιαγιά έβαζε το μπαρούτι και πασάλειβε με αυτό τα λαιμά των ασθενών της.
Ο γέρικος πλάτανος στέκει αγέρωχος, πίσω,  εκεί που το ποτάμι χαράζει τα δυτικά όρια του οικοπέδου μας. Λίγες δεκαετίες πριν έρχονταν αηδόνια και κελαηδούσαν.
Τώρα τον Απρίλη και τον Μάη ακούμε τα φωνές των βατράχων που ερωτοτροπούν.








Αντικρίζοντας τον Ταύγετο και τ' Αμπελάκια

Επιτέλους ξαναβρέθηκα ύστερα από πολύ καιρό στα αρκαδικά λιβάδια. Eπιτέλους ξανάρχισα να γράφω. Λες κι' οι αισθήσεις, η έμπνευση έχουν ανάγκη από τον αέρα της εξοχής. Ξεκινάω με το σκύλο μου, την Κλειώ, το κυνήγι της τροφής. 
Αναζωογονήθηκα, η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά αντικρίζοντας τις χιονισμένες κορφές του Ταϋγέτου, καθώς βάδιζα στην ύπαιθρο.
Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι και οι καμπάνες του επιτάφιου ηχούσαν στα γύρω χωριά. Απ' την κορυφή του λόφου φαίνονταν τ' Αμπελάκια. Γυάλιζε το μοναστήρι μέσα στον καταπράσινο ελαιώνα. Οι καλόγριες το λένε και το ξαναλένε, διηγούνται το θάμα: Όταν έπιασαν οι μεγάλες φωτιές, το 2007, προσεύχονταν και παρακαλούσαν θερμά τον Ύψιστο να σταματήσει τη θεομηνία. Πράγματι η φωτιά έγλειψε τους πρόποδες του βουνού και σταμάτησε εκεί που αρχίζει η ανηφόρα για το μοναστήρι. 
Πήρα από ψηλά το δρόμο, ανάμεσα στα λιβάδια για να κατέβω στο ποτάμι. Ήθελα να οσμιστώ τα σινάπια, τις καυκαλήθρες και τα μυρώνια. Ήθελα να γευτώ την πληθώρα των ραδικιών κατά μήκος του ρυακιού. Η Θοδώρα, η  φιλενάδα μου, πιστεύει ότι τα χόρτα πριν τα βάλεις στο καλάθι πρέπει να τα οσμιστείς και να τ' ακουμπήσεις στα χείλη σου, για να καταλάβεις αν πικρίζουν ή αν πιπερίζουν. Βρισκόμαστε στα μέσα του Απρίλη και τα χόρτα είναι ακόμα τραγανιστά, γεμάτο χυμούς από τις πολλές βροχές. Οι βρούβες είναι μπουμπουκιασμένες, δεν έχουν πετάξει ακόμα το κίτρινο λουλούδι τους. Απίστευτο χορταρικό το σινάπι με την πικάντικη και γεμάτη στιφάδα γεύση του, τρώγεται ολόκληρο, ο μίσχος, τα φύλλα και τα λουλούδια του.
Δεξιά μου ένα μικρό παρτέρι από κατακόκκινες ανεμώνες αντιστεκόταν σθεναρά στον βοριά. Στάθηκα και το φωτογράφησα. Κατόπιν έβγαλα τα σακουλάκια μου και το μαχαιράκι μου και ξεκίνησα το μάζεμα των χόρτων. Βρούβες, ραδίκια, σταμναγκάθια των ποταμών για τη σαλάτα. Τα σπαράγγια γύρω από τις ελιές ήταν ανέγγιχτα, τα έκοψα με προσοχή. 
Όσο πλησίαζα στο ποτάμι, τόσο περισσότερο έχωνε τα ρουθούνια της η Κλειώ μέσα στους θάμνους και στην άμμο. Παρατήρησα τις μεγάλες πατημασιές. Σίγουρα τα ξημερώματα θα 'χαν ξαποστάσει στις όχθες του τ' αγριογούρουνα. Μάζεψα λίγα καταπράσινα βλαστάρια θυμαριού.
 Ένα αυτοκίνητο κορνάριζε μέσ' τη σιγαλιά, έστρεψα το βλέμμα μου προς κει. Το αυτοκίνητο του μοναδικού ιερέα της περιοχής ανέβαινε αγκομαχώντας την ανηφόρα. Έπρεπε κάθε χωριό με τη σειρά του να βγάλει τον επιτάφιο στο προαύλιο κι αυτός έτρεχε από επιτάφιο σε επιτάφιο. Οι άνθρωποι τον περίμεναν με ανυπομονησία για να ψάλλουν τον νυμφίο που έρχεται... 
Πήρα το δρόμο του γυρισμού.
Το τραπέζι της Μεγάλης Παρασκευής ήταν απέριττο: πατάτες ψητές με κλωναράκια θυμάρι, τυλιγμένες στη λαδόκολλα, βρούβες βραστές με λάδι και λεμόνι, σαλάτα σταμναγκάθι και σπαράγγια στο φούρνο.

2/1/15

Η αισθητική των εσπεριδοειδών στον Κάμπο Χίου

Στον Κάμπο της Χίου εισήλθα από ένα στενό δρομάκι, μυστικό πέρασμα ανάμεσα σε υψηλούς μαντρότοιχους, που αιχμαλωτίζουν επαύλεις περασμένων εποχών και κάθε λογής δέντρα και φυτά, φανερώνοντας το πάθος που είχε καταλάβει τους άλλοτε κατοίκους του για την απόκτηση των πιο ωραίων και των πιο σπάνιων φυτών και δέντρων. Καθώς προχωρούσα οι καρποί των εσπεριδοειδών χάριζαν στο χώρο μια απίστευτη φωτεινότητα στη χρωματική γκάμα του κίτρινου, πορτοκαλί, κιτρινοπράσινου και πράσινου. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να κόψω ένα μανταρίνι. Αφαίρεσα τη στιλπνή φλούδα του και δοκίμασα τον καρπό του. Ήμουν συνεπαρμένη από τις ευωδιές των εσπεριδοειδών που χώνονταν, έκαιγαν τα ρουθούνια μου κι' έφταναν μέχρι τα μηλίγγια μου.
Η πύλη της εισόδου στη μεγάλη έπαυλη άνοιξε μ΄έναν υπόκωφο θόρυβο. Το νερό έσταζε στα ρυάκια, το μαγγανοπήγαδο έτριζε από τον αέρα, λες κι' είχε αποτυπώσει πάνω του τα βογγητά των ζώων που το γυρνούσαν για να ποτιστεί ο κήπος. Είχα σαγηνευτεί από το ηχοτοπίο του Κάμπου. Ανέβηκα τις μεγαλοπρεπείς σκάλες της έπαυλης για να δω τις πέτρες  των κτισμάτων: κίτρινες, σταχτοκίτρινες, κόκκινες, βαθυκόκκινες έφεραν τα αποτυπώματα του χρόνου. 
Βρισκόμουν στην είσοδο της Λεκάνης της Μεσογείου, σ΄ ένα τόπο που άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια Βυζαντινοί, Ενετοί, Γενουάτες, Οθωμανοί, Χιώτες άφησαν μια αισθητική που  παντρεύει την Ανατολή με τη Δύση.
Οι επαύλεις είναι το απόσταγμα του πλούτου και της ευμάρειας των Χιώτικων οικογενειών. Με εμπορικά δίκτυα στις τέσσερις γωνιές της γης, από την Οδησσό, στο Λιβόρνο, στη Μασσαλία, στο Μάντσεστερ και στο Λονδίνο, από το Πορτ Σάιδ, στην Καλκούτα, αλλά και στη Νέα Υόρκη, είχαν την εμπορική εκμετάλλευση του σταριού, του βαμβακιού, των υφασμάτων και των εσπεριδοειδών.
Η ιστορία των εσπεριδοειδών του Κάμπου, αναδεικνύεται σ' ένα δυναμικό εκθεσιακό χώρο στο "Citrus Memories", με προφορικές αφηγήσεις, έγγραφα, αντικείμενα από τους ανθρώπους που έζησαν εκεί.
Τα εσπεριδοειδή συμβολίζουν τη δύναμη, την αδάμαστη γοητεία της άγριας φύσης. 
Ο Κάμπος συμβολίζει την κυριαρχία του ιδιωτικού, την πολυτελή ζωή "εντός των τειχών",τον αδιαπέραστο κοσμοπολιτισμό και την εκκεντρικότητα μιας εποχής που ξεκινάει πριν από το Μεγάλο Πόλεμο και ολοκληρώνεται το 1947, όταν αναδύονται νέες συνήθειες, νέες κοινωνικές τάξεις, νέες αγορές.