27/12/16

Στον Κορινθιακό


Μια αιώνια στιγμή στη βεραμάντ παραλία, με σαλάτα θαλασσινή με ιππόκαμπους και ψαράκια με το στόμα ανοιχτό, γύρω από στρουμπουλές ντομάτες, διαφανή αγγουράκια, γιγάντιες θρούμπες. Έβγαλες τον αναπνευστήρα από το στόμα, ανασήκωσες τη μάσκα, την τοποθέτησες λίγο πιο πάνω από το μέτωπο και μου έδειξες περήφανος ένα σαργό, μεγάλο σαν ταψί που είχες ψαροντουφεκίσει. Στη συνέχεια καθήσαμε και οι δύο στις φερ φορζέ καρέκλες που έμοιαζαν με αχιβάδες. 

Το κυνήγι των μανιταριών

Κάθε φορά που η μικρή Ναταλία είχε όρεξη για παιχνίδι στη  βεράντα στο σπίτι του Δασκαλιού ερχόταν και καθόταν πάνω στα γόνατά μου. Τότε άρχιζα τη διήγηση τρομακτικών ιστοριών για μάγισσες με ζουμερές κρεατοελιές, μεγάλες καπνισμένες χύτρες, καταπράσινες φωσφοριζέ σαύρες και πολύχρωμα μανιτάρια. Και στις δυο μας άρεσαν οι διηγήσεις για τα τεράστια σαν ομπρέλες μανιτάρια, εκεί όπου τα παιδάκια στις διηγήσεις μου έβρισκαν καταφύγιο κάθε φορά που έπεφταν κεραυνοί στο σκοτεινό δάσος. Το κυνήγι της τρούφας στις στήλες των εφημερίδων του 19ου αιώνα, η λαιμαργία των αγριογούρουνων για τα μανιτάρια, η Χιονάτη και οι επτά νάνοι δυνάμωναν την περιεργότητά μου για τη γευσιγνωσία των καρπών αυτών. Το δηλητήριο, έτσι όπως το φανταζόμουν να τρέχει στις φλέβες μου ασκούσε φόβο και δέος.
Έτσι ένα πρωινό του Οκτωβρίου με ομίχλη βρέθηκα στα βουνά της Γκούρας, στο βόρειο τμήμα της λεκάνης του Φενεού, στην απότομη κοιλάδα του ποταμού Όλβιου να κυνηγώ με άλλους φανατικούς μανιτάρια. Στο καλάθι έβαζα τα βρώσιμα: κανθαρέλες, βωλίτες, μακρολεπιώτες, και αγαρικά. Η κάθε ποικιλία είχε το δικό της ιδιαίτερο άρωμα και τη δική της ξεχωριστή γεύση. Οι κανθαρέλες συνοδεύουν τα κρέατα της κατσαρόλας καθώς με τα αρωματικά χόρτα και το ζεστό ελαιόλαδο εκλύουν λεπτότατες αρωματικές ουσίες και χρωματίζουν με ζεστές πορτοκαλί αποχρώσεις το πιάτο. Φυσικά, μπαίνουν και στις τάρτες με ουδέτερα γλυκά τυριά όπως το εμεντάλ, το τσένταρ και το ανθότυρο. Οι βωλίτες ταιριάζουν με τα ποταμίσια ψάρια, τον σολωμό και την πέστροφα. Η γέμιση της πέστροφας με βωλίτες, μαϊντανό και μύγδαλα προσδίδει ιδιαίτερη γεύση σε αυτό το άγευστο και άοσμο ψάρι. Η μακρολεπιώτα με το λεπιδωτό τεράστιο καπέλο και το διπλό κινητό δαχτυλίδι τηγανίζεται, με κουρκούτι. Τα αγαρικά ψήνονται. Αποτελούν κομβικό συστατικό για τις άσπρες σάλτσες με τους οίνους του Μοζέλα και γαρνίρουν τις πράσινες σαλάτες. Κάθε φορά που συναντούσα κάποιο άγνωστο είδος μανιταριού το έβαζα σε χάρτινο σακουλάκι, για να ρωτήσω τους ειδικούς μανιταρολόγους που μας συνόδευαν στο κυνήγι. Το κάθε άγνωστο μανιτάρι είχε το σακουλάκι του. Κάθε φορά που ακουμπούσα ένα άγνωστο μανιτάρι έπρεπε απαραιτήτως να σκουπίζω προσεκτικά τα χέρια μου. Με ένα πινελάκι καθάριζα τα μανιτάρια από τα χώματα και τα φύλλα, πριν να τα ακουμπήσω στο καλάθι. Απαγορεύεται το πλύσιμο. Συνέλεξα όσα ακριβώς μανιτάρια χρειαζόμουν για να τα φάω, να τα κάνω τουρσιά ή να τα χαρίσω στις φίλες και στους φίλους μου. Αυτοί οι ντελικάτοι θησαυροί είναι φθαρτοί και δεν αποθηκεύονται.



Η λίμνη Πλαστήρα και ο ωκεανός στο Σολάρις

Διψούσα αφόρητα. Στο διαστημικό σταθμό είχε πάντοτε κλιματιστικό. Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα τον αγαπημένο μου: ο πατέρας μου; ο σύζυγός μου; ο φίλος που είχα αφήσει στην όχθη μιας λίμνης στη γη; ο σέρπα - ο πιστός σύντροφός μου στο σταθμό, που με ακολουθούσε παντού; Η ενσώματη μνήμη μου δεν ξεχώριζε τα πρόσωπα. Είχαν τραβηχτεί οι κουρτίνες από το τεράστιο παράθυρο. Ο ωκεανός είχε μετατραπεί σε λίμνη με λιμνάζοντα ύδατα. Μαύρες, μολυβί, σκούρες μπλε, οι ρυτίδες της λίμνης. Γύρω-γύρω τα βουνά ήταν χιονισμένα. Τα φώτα από τα σκούτερ μετατοπίζονταν συνέχεια. Πού πηγαίνουν αυτοί οι easy riders της νύχτας; Κάπου φαινόταν και το φως της στάνης του βοσκού που δεν είχε γνωρίσει ποτέ του πρόβατα. Το τοπίο ήταν γνώριμο. Οι διάττοντες αστέρες μήπως ήταν πραγματικές νιφάδες; Θυμήθηκα τις χίλιες και  μια νύχτες στην έρημο λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα από την σφίγγα και τις πυραμίδες στην Αίγυπτο. Θυμήθηκα τον πίνακα που έσερνα μαζί μου στη γη. Με το γεφύρι που αιωρούνταν, τους ορθογώνιους στάβλους και τις γυναίκες με το γυμνό μπούστο, τα φουσκωτά μανίκια και τα πράσινα φορέματα. Η λίμνη-ωκεανός άρχισε να κινείται, σαν ένα τεράστιο αμφίβιο. Ξεχώρισα το Χάλστατ με τα χιονισμένα βουνά του, εκεί που η Μελισσάνθη λέρωσε τα μποτίνια της, καθώς ήθελε να βουτήξει τα πόδια της και η Αλεξάνδρα κοιτούσε τον δράκο που έτρωγε σιγά σιγά τη σελήνη. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε πια ξημερώσει. 

20/12/16

Οι θησαυροί του Λυρκείου όρους

13 Νοεμβρίου 2016, ημέρα Κυριακή, ψηλά στην κορυφή Λεσοβίτι, στα 1755 μέτρα, με τον αέρα να ξεθαμπώνει το φθινοπωρινό φως.Με την Κλειώ και τα κατσίκια σε μια εξάωρη πορεία στο γυμνό και βραχώδες Λύρκειον όρος, στο "τείχος" που χωρίζει την Αρκαδία από την Αργολίδα.
Το λεωφορείο του Συλλόγου Αρκάδων Ορειβατών Οικολόγων (ΣΑΟΟ) μας άφησε στο Πικέρνι, ένα μικρό χωριό της Μαντινείας, κτισμένο στην πλαγιά του βουνού, στα 800 μέτρα. Περπατώντας φτάσαμε στο ερειπωμένο μοναστήρη του Αγίου Νικολάου του Γκλήμη και ξεδιψάσαμε στην πηγή του, πριν ξεκινήσουμε την ανάβαση προς την κορυφή. 
Σε κάθε σπιθαμή από χώμα έβρισκες χόρτα -λάχανα όπως τα ονοματίζουν στα μέρη μας. Έβγαλα το σουγιαδάκι μου και άρχισα να ρίχνω στο σακουλάκι μου χόρτα. Στα ηλιόλουστα μέρη είχε μικρές ζουμερές καυκαλίθρες και σκατζίκια, στα κόκκινα χώματα ζωχούς με τις δροσοσταγόνες πάνω στα άγρια φύλλα τους, ταραξάκο και αγκινάρες. Το γυμνό όρος αποκάλυπτε τους θησαυρούς του. Ανέβαινα σιγά το βουνό, αφού άλλοτε συμπεριφερόμουνα σαν χορταρού - τροφοσυλλέκτρια και άλλοτε σαν ορειβάτιδα. Με πλάνεψε το τοπίο στην κορυφή. Ο χιονισμένος Χελμός, το Μαίναλο και ο Ταϋγετος και ο Αργολικός κόλπος, με τις πόλεις στις ακτές του. Βρισκόμουν πάνω στα όρια της Αρκαδίας και της Αργολίδας. Στο πέρασμα που διάβηκαν οι Φράγκοι όταν κατέκτησαν την Πελοπόννησο. Κατηφόρισα στο οροπέδιο της Αρμενιάς και σταμάτησα στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής για να ξαποστάσω. Πήρα το δρόμο για το χωριό Φρουσιούνα, που κρέμεται πάνω στο βουνό.
Από το αρκαδικό χωριό Πικέρνι στο αργολικό χωριό Φρουσιούνα, σαν τους πανάρχαιους διαβάτες και κατακτητές.

19/12/16

Η Ρίτα, ένας άλλος τροφοσυλλέκτης

Κατοικούσε σε τούτο τον τόπο εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Είχε εξοικειωθεί με το έδαφος, την υγρασία, το φως και το σκότος. Τότε που το οροπέδιο της Μεγαλόπολης ήταν μια μεγάλη λίμνη. Την πρωτοαντίκρισα ένα αυγουστιάτικο βράδυ, καθώς σκαρφάλωνε στον τοίχο του σπιτιού. Το σώμα της ήταν σομόν, τα νύχια της μεγάλα, κομψά. 
Σίγουρα με πρόσεξε, αφού σταμάτησε και με κοίταξε με θράσος. Μετά πέταξε και προσγειώθηκε στο μωσαϊκό της βεράντας. Ήταν σαν μια μικροσκοπική σαύρα που πετούσε. 
Απόκτησα επιτέλους συγκάτοικο, δεν ήμουν πια μόνη. Της παραχώρησα τη βεράντα και κράτησα το υπόλοιπο σπίτι. Την βάπτισα Ρίτα. Βρήκα ότι αυτό το όνομα ταιριάζει σε αυτό ακριβώς το σαμιαμίδι. Με τα πρώτα κρύα του φθινοπώρου εισέβαλε εντός των τειχών. Η Ρίτα άλλαξε χρώμα, μεταβλήθηκε σε καστανή καλλονή.
Έγινε το γούρι του σπιτιού. 
Κάθε φορά που έφτανα την αναζητούσα. Την έβρισκα άλλοτε πίσω από την πόρτα, άλλοτε στην κουζίνα να παραφυλάει τις νεογέννητες αράχνες. Κάποιες φορές ερχόταν πρώτη αυτή να με χαιρετήσει, πετούσε και στεκόταν στον ώμο μου, σαν τον παπαγάλο του Ρωβινσώνα.
Η Ρίτα εξημερώθηκε. Τώρα πια της αρέσουν οι ήχοι, η μουσική του Τρίτου από το ραδιόφωνο, τα γαυγίσματα της Κλειώς. Προτιμά τη ζέστη καθώς τριγυρίζει συνεχώς γύρω από τη στόφα στήνοντας καρτέρι στα έντομα, που φωλιάζουν στα ξύλα, μέσα στο ζεμπίλι. Η Ρίτα  είναι αφοσιωμένη - με ακολουθεί πιστά παντού. Είναι εργατική - καθαρίζει συνεχώς το σπίτι από τα έντομα και από τα αραχνάκια. Είναι τσαχπίνα - σκαρφαλώνει  με τη χάρη που διαθέτουν οι ακροβάτες
Χθες το απόγευμα λικνιζόμασταν και οι δυο σε ρυθμούς σουίνγκ, λες και ήμασταν στο Χάρλεμ. 

21/6/16

Η μακρά διαδρομή των κερασώνων: από το Κιότο στη Βλαχοκερασιά

Κάποτε θα  εκπληρώσω ένα από τα όνειρά μου: μ' ένα καλάθι, τρώγοντας κεράσια, θα ακολουθήσω, τη σιδηροδρομική γραμμή Μύλων-Καλαμάτας, που λειτούργησε το 1898 και έδωσε τόση ζωή στον τόπο, σκέφτηκα, καθώς ο ήλιος έπεφτε πάνω στη γέφυρα του Μάναρη.
Το οτομοτρίς ξεφυσούσε καπνό, διασχίζοντας τις σιδερένιες γραμμές πάνω στα τοξοτά ανοίγματα που στηρίζονταν σε στέρεες βάσεις από ασβεστόλιθο. Το αγαπημένο θέμα όλων εκείνων που ήθελαν να απαθανατίσουν ένα από τα επιτεύγματα της τεχνολογίας του ελπιδοφόρου 19ου αιώνα σε τούτη την ξεχασμένη γη. 
Κάθε χρόνο, στα μέσα του Ιουνίου, ακολουθώ τον ίδιο δρόμο από τον Μάναρη προς τη Βλαχοκερασιά, πέρασμα ανάμεσα σε βουνά και μικροσκοπικές κοιλάδες, για να πάω να μαζέψω κεράσια. 
Λίγο πριν τη Βλαχοκερασιά, βρίσκεται ο εγκαταλελειμμένος κερασώνας. Ο κερασώνας μου.  Τα κεράσια του κρέμονται σε μικρά μπουκετάκια κίτρινα-πορτοκαλί-κόκκινα-κατακόκκινα. Έκοψα τα κεράσια προσεκτικά μαζί με τα στιλπνά πράσινα φύλλα τους και τα έβαλα στη ψάθινη καλαθούρα.
Μόλις γύρισα στο σπίτι γέμισα με κεράσια τη φαγεντιανή πιατέλα και πέρασα το πιο όμορφο ζευγάρι πίσω από τ' αυτί μου.
Γύρισα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Κανείς από αυτούς που σχημάτισαν το DNA μου δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη μακρά διαδρομή της φαγεντιανής πιατέλας και των κερασιών: Μαρσίλια, Σπέτσες, Μεγαλόπολη, Περιβόλια, Αθήνα, Κιότο, Γένουα, Βλαχοκερασιά.
Οι διαδρομές των ανθρώπινων πολιτισμών μπλέκονται ή διασταυρώνονται μεταξύ τους: άνθρωποι, πράγματα, φυτά.

15/5/16

Τα αηδόνια σημαδεύουν τις καλοκαιρινές νύχτες μου

Απόψε τη νύχτα τα αηδόνια κελαϊδούσαν στο ποτάμι, δίπλα στον πλάτανο, στις άκριες του σπιτιού μου. Το ρεπερτόριο πλούσιο, έτερπε και τον πιο απαιτητικό ακροατή. Τα αηδόνια σημαδεύουν τις καλοκαιρινές νύχτες μου. Οι παιδικές μνήμες επανέρχονται...
Κάποιο μεσημέρι εκεί,μέσα της 
δεκαετίας του '60, πάνω στο τραπέζι, ο πατέρας μου ξεδίπλωσε ένα μεγάλο κουτί. Εμείς, γύρω-γύρω με την μητέρα μου και τον αδερφό μου, σαστίσαμε όταν 
είδαμε ένα μαγνητόφωνο Grundig. Γυαλιστερό, ολοκαίνουργιο με τις δύο μπομπίνες του  άλλοτε να γυρίζουν αργά και άλλοτε ξέφρενα, καθώς εκείνος και μοναχά εκείνος χειριζόταν τα κουμπιά του. 
Πιστεύω ότι ο μοναδικός λόγος, που ο πατέρας μου αγόρασε τη συσκευή, ήταν για να μαγνητοφωνήσει τα αηδόνια του πατρικού σπιτιού του στο χωριό. Από τις αρχές του καλοκαιριού, όταν στήναμε το μεγάλο τραπέζι, με το άσπρο υφαντό τραπεζομάντηλο και μαζευόταν τριγύρω η μεγάλη οικογένεια, με τους αδερφούς, τις αδερφές του, τα ξαδέρφια μου -παιδάκια μικρά κι αυτά, τα αηδόνια κελαϊδούσαν σκεπάζοντας όλους τους θορύβους της νύχτας, ακόμη και τις φωνές μας. Δεν ήταν ανάγκη να κάνουμε ησυχία για να τ' ακούσουμε. Με ήχους ξεκάθαρους, μεταλλικούς, φρόντιζαν για την τέρψη μας. Μέτρα ίσως και χιλιόμετρα ταινίας είχε ξοδέψει ο πατέρας μου για να αποτυπώσει τα κελαϊδίσματά τους. Τα κυριακάτικα μεσημέρια στην Αθήνα, πριν την έλευση των φίλων και συγγενών για το γεύμα,  δεν παρέλειπε ποτέ, να ακούει κλεισμένος μόνος του, στο σαλόνι την αγαπημένη φωνή του στρουθιόμορφου πτηνού
 Ήταν μια απόλαυση που την κρατούσε αποκλειστικά για τον εαυτόν του.
Οι λεκέδες από το κόκκινο φλέρυ στο τραπεζομάντηλο, οι φωνές των αηδονιών και η μυρωδιά του κυριακάτικου ψητού, συνιστούν αποτυπώσεις της μνήμης.

Ο λαγός στην πανσέληνο

Πηδούσε ρυθμικά και που και που κοντοστεκόταν στα πίσω  πόδια  του, ανασηκώνοντας τα μακριά του αυτιά. Λαγός! Λαγός! φωνάξαμε μόλις τον είδαμε. Νύχτα με πανσέληνο, παρέα με την Αλεξάνδρα. 
Το αυτοκίνητο κυλούσε αργά-αρχά, σχεδόν αθόρυβα στους φιδιαστούς δρόμους των λόφων της Φαλαισίας. Απορροφημένες από την τεράστια φωτεινή πορτοκαλί μπάλα την ακολουθούσαμε προσπαθώντας να την φτάσουμε. Η προαιώνια, ακατανίκητη έλξη της πανσελήνου! Τα αυτιά του λαγού ήταν σε μια ευθεία γραμμή με τις αχτίνες του φεγγαριού. Σταματήσαμε απότομα.  Ήταν ένα μικρό σαστισμένο λαγουδάκι. Δεν φορούσα ποδιά και φιόγγο στα μαλλιά, δεν έμοιαζα με τη μικρή Αλίκη, δεν θα μπορούσα ποτέ να αγγίξω τον μικρό λαγό. Σβήσαμε τα φώτα και παρακαλούσαμε να φύγει, να εξαφανιστεί το δυνατόν γρηγορότερα. Ανάψαμε τα φώτα κι' ο λαγός ήταν ακόμη εκεί, ακίνητος, ασάλευτος, με το τρίχωμά του φουντωτό, ανασηκωμένο. Ξανασβήσαμε τα φώτα. Το βλέμμα μας στράφηκε στη γκρίζα γραμμή που σχημάτιζαν οι λόφοι. Αισθάνθηκα τρυφερότητα, ίσως και συμπόνοια για το λαγό, που τον είχε εγκαταλείψει έτσι άσπλαχνα η λαγουδίνα μαμά του - νύχτα και με πανσέληνο. Όταν ανάψαμε τα φώτα ξανά, ο λαγός δεν υπήρχε πουθενά. Μπορεί να ακολούθησε την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.

14/5/16

Κάπαρη, κρίταμο και αγροβιολέτες στους βράχους

Αρχές Μάη, ο ήλιος πύρωνε τους κάτασπρους βράχους. Είχαν γίνει σχεδόν λείοι, κοφτεροί, από τον άνεμο και το κύμα. Βράχοι σκόρπιοι στον απότομο γκρεμό, στην άκρη του κάμπου του Μαραθώνα. Ξεκινήσαμε για να συλλέξουμε κάπαρη με τη Χριστίνα και την Κλειώ, που ως σκύλος ιχνηλάτης, έχει γίνει πολύτιμη σε αυτά τα περιπετειώδη μονοπάτια προς αναζήτηση καρπών. Γουβιασμένη η κάπαρη στους βράχους και εμείς αγκιστρωνόμαστε για να τη συλλέξουμε. Στο λιγοστό χώμα η βλάστηση ήταν οργιώδης, μπλέκονταν οι καπαρώνες με το κρίταμο και τις αγριοβιολέτες. Μάζεψα το κρίταμο, το έβαλα στο σακίδιο. Να! το πρώτο μπουκέτο της χρονιάς. Έσκυψα και έκοψα ευλαβικά ένα λουλουδάκι από τις αγριοβιολέτας. Το κάρφωσα στο αυτί μου. Τα μαλλιά μου ατίθασα από το αγέρι, μπλέκονταν στα πέταλά της. Πηδούσαμε με την Χριστίνα σαν τα ερίφια, για να γαντζωθούμε και να κυρτώσουμε στη συνέχεια τα σώματά μας, σαν ευλύγιστα τόξα. Μαζεύαμε  ένα-ένα τα μπουμπούκια της κάπαρης. Κάπαρη πράσινη και κάπαρη κόκκινη, τραγανή, μυρωδιαστή, μας συνέπαιρνε το άρωμά της, καθώς τη βάζαμε στο σακουλάκι μας. Ο ιδρώτας, σταγόνα-σταγόνα κατέβαινε απότομα από τα φρύδια μου στα μάτια και με τύφλωνε όλο και πιο πολύ. Όλο και πιο πολύ η θάλασσα μας κατεύθυνε προς τον κόρφο του γκρεμού. Το τοπίο μας ρουφούσε.
Η Χριστίνα όρθωσε το σώμα της, κύταξε τον ήλιο κατάματα, άπλωσε τα χέρια της προς τον ουρανό. Αυτό είναι ευτυχία μουρμούρισε... Αυτό σημαίνει ελευθερία... σκέφθηκα.