2/2/17

Ο Χάκλεμπερι Φιν στην Αρκαδία

"Το καλοκαίρι θα είναι ατελείωτο" .
"Και οι διακοπές αιώνιες" αποκρίθηκα στον Χάκλεμπερι Φιν.
"Πήρα σκηνή, φακό, μπανάνες, κρουασάν με γέμιση μαρμελάδας, ελπίζω να έχεις φροντίσει για τα ελάχιστα που απομένουν..." Με κοίταζε διερευνητικά, καθώς άνοιγε το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, για να βάλει τα πράγματα που είχε κουβαλήσει.
"Πήρα sleeping bag, σεντόνι, χαρτί υγείας, οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα, και  shower gel κίτρο της Roget Gallet -δεν μπορώ να το αποχωριστώ". Το βλέμμα του ήταν αλλού. Ποιος ξέρει, φαίνεται θα είναι περίεργος για τα όρια της αντοχής μου στην περιπέτεια της επιβίωσης.
Το αυτοκίνητο ανηφόριζε στο Μαίναλο, κι αυτός στο μπροστινό κάθισμα, σε θέση "υποχρεωτικής αγκαλιάς" με την Κλειώ, με ρωτούσε αν έχω συναντήσει ποτέ μου νεραϊδόνια κι αν έχω ακούσει το γέλιο του Πουκ και των ξωτικών τις καλοκαιρινές νύχτες στα βουνά.
Είχα κάνει αμέτρητα ταξίδια παρέα με τον Χακ Φιν. Τα χειμωνιάτικα πρωϊνά της Κυριακής διάβαζα και ξαναδιάβαζα το βιβλίο, εκδόσεις Παπαδημητρίου; ΑΣΤΗΡ; Φέξη; δεν θυμάμαι πια. Τα καλοκαίρια στις Σπέτσες, ταυτιζόμουν με τον Χάκλεμπερι καθώς γευόμουν αυτή την άκρατη ελευθερία-αλητεία σαν  μικρομέγαλος-πλάνητας από το πρωί μέχρι το βράδυ στο νησί. Ένα απόγευμα, μάλιστα, προσπάθησα να φτιάξω και σχεδία, με τα κλαδιά από τους φοίνικες, που είχαν περισσέψει από τη διακόσμηση της  ντισκοτέκ, στην παραλία απέναντι από την Κοργιαλένειο. 
Ο Χάκλεμπερι δεν ήταν ποτέ μόνο πρόσωπο. Ήταν και είναι το βουνό, το ποτάμι, ο Μισσισιπής, ο Τζιμ Τζάρμους, ο Tom Waits ο Ρομπέρτο Μπενίνι, η παρατεταμένη εφηβεία, το travelling στην πόλη με τον ξεχασμένο σιδηρόδρομο.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε λίγα χιλιόμετρα μακρυά από την Ελάτη, ακριβώς έξω από το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής. Ο Χακ πήρε παραμάσχαλα τη σκηνή και μαζί με την Κλειώ διάλεξε ένα χώρο μακρυά από τον δρόμο, "έτσι για να γίνουμε αόρατοι από τους ανθρώπους", είπε. Τον βοήθησα στο στήσιμο. Ξαφνιάστηκε. Μπορεί να νομίζει ότι προσαρμόζομαι εύκολα ή ότι διάβασα τις οδηγίες για το "πώς στήνουμε μια σκηνή" πιθανόν, ίσως, γιατί, έτσι...

Ήταν κοντά μεσάνυχτα όταν κλείσαμε το φερμουάρ της σκηνής για να κοιμηθούμε. Δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Ούτε ο βοσκός, ούτε τα βελάσματα από τα πρόβατα στη στάνη. Η Κλειώ δεν γάβγιζε.
Ο ουρανός δεν είχε φεγγάρι, ήταν σκοτεινός. Η σιωπή, η απόλυτη σιωπή της ελευθερίας, η σιωπή του Μισισιπή. Η σπάνια ακινησία του Μαινάλου. Κοιμήθηκα στην αγκαλιά του αγαπημένου μου ήρωα.
"Απόψε δεν άκουσα τα ξωτικά", είπε ο Χακ απογοητευμένος, μόλις άνοιξα τα μάτια μου το πρωί. 
Ντυθήκαμε, νιφτήκαμε στην Τρανή Βρύση και κατεβήκαμε στην πλαγιά, προς τον Μυλάοντα ποταμό για να συλλέξουμε βατόμουρα για "πρωινό στη χλόη"
.