Το τοπίο παραμένει απαράλλαχτο, έτσι όπως ακριβώς ήταν όλα αυτά τα αναρίθμητα καλοκαίρια, έτσι όπως ακριβώς το βίωναν οι πρόγονοι μου. Κάποιο καλοκαίρι στα μέσα του 19ου αιώνα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Ζούρτσα και εγκατασταθούν μόνιμα στα πεδινά, στον κάμπο της Μεγαλόπολης. Εκεί που το κριθάρι έβγαινε άφθονο για τα άλογα του οθωμανικού ιππικού και τα ποτάμια χαράκωναν τα περιβόλια.
Είμαι έτοιμη να υποδεχθώ τη νύχτα με τ' αηδόνια και τα τσακάλια, με τους γαλαξίες και τ' αστέρια, με το ποτάμι στην άκρη, τον πλάτανο, τις ροδιές, τις δαμασκηνιές και τις μουριές. Και στο βάθος, στη Δύση, το κάστρο της Καρύταινας δεσπόζει στην άκρη του κάμπου.
Από τα χαράματα είχαμε πιάσει δουλειά. Το χτήμα ήταν παρατημένο. Ήρθε ο Γιώργος με τον καταστροφέα, ισοπέδωσε το έδαφος, ο Φώτης κι εγώ με τα χορτοκοπτικά καθαρίσαμε τους φράχτες και τη μάντρα από τον κισσό και τα βάτα. Ξαλαφρώσαμε τα δέντρα από τα κλαδιά, την καρυδιά και τη μουριά που εμπόδιζαν το φως να μπει στο καλύβι και την κορυφούλα του Μαίναλου να ξεπροβάλει στο χτήμα. Έπιανα με τα χέρια μου το χώμα και αυτό μου χάριζε την ύψιστη ικανοποίηση, μύριζε χορτάρι και άγρια μέντα. Έβγαλα το καπέλο μου και το ακούμπησα στο μικρό τραπεζάκι, μπροστά στο καλύβι.Το χτήμα απαλλάχτηκε από τα χόρτα, τα ζιζάνια και τ' αγκάθια, ξελάφρωσε. Ο ήλιος τώρα θα διαπεράσει το χώμα και θα φτάσει κάτω, στα σωθικά της γης, οι ακτίνες θα φωτίσουν ακόμη περισσότερο τα μονοπάτια της Περσεφόνης.
Κι όταν μικρύνουν οι μέρες το αφυδατωμένο ποτάμι μας ελπίζω να γεμίσει πάλι νερό.
Μικρό χωριό μου σ' αγαπώ ψιθύρισα. Μια νυχτοπεταλούδα κάθισε στον ώμο μου.