13/8/24

Η μουσμουλιά της θείας Γεωργίας

Το ταξίδι στη Μεταμόρφωση του Βύρωνα ήταν μια περιπέτεια, στα πρώτα χρόνια του '70. Εκεί πάνω ψηλά σε μια απότομη ανηφόρα, απέναντι από τα νταμάρια του Υμητού ήταν το σπιτάκι της θείας Γεωργίας. Η οδός Ακαδημίας ήταν έρημη όταν επιβιβαζόμαστε την Κυριακή το πρωί στο λεωφορείο για να την επισκεφθούμε. Κρατούσα σφιχτά στο χέρι μου το εισιτήριο, που μου το έκοβε ο εισπράκτορας με το πηλίκιο και χάζευα από το παράθυρο τα μικρά σπιτάκια με τα αυλιδάκια που διαδέχονταν το ένα το άλλο. Μου άρεσε το λεωφορείο, ανακατευόμαστε με κόσμο, και δεν είχε καμία σχέση με το πούλμαν που με πήγαινε σχολείο. Κάποια στιγμή πριν από λίγα χρόνια συνάντησα ένα τέτοιο λεωφορείο σε μία από τις οδοιπορίες μου στο Λύκαιο όρος και το απαθανάτισα. Στο τέρμα κατεβαίναμε για να σκαρφαλώσουμε στο σπίτι της. 

Η θεία μας υποδεχόταν χαμογελαστή και με κραυγές ενθουσιασμού.  Καθόμαστε σχεδόν πάντα στην αυλή κάτω από τον παχύ ίσκιο της μουσμουλιάς. Εκεί συναντούσα και τα ξαδέρφια μου, όπου παίζαμε διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια από φιδάκι έως μονόπολη. Όταν βγαίνανε τα μούσμουλα,  προς τα τέλη της άνοιξης, εμείς τα παιδιά τα κόβαμε τα βάζαμε σε ένα τσίγκινο ταψάκι και μετά τα πλέναμε στη βρύση της αυλής. H θεία Γεωργία τα συνόδευε πάντοτε με μια μεγάλη καράφα δροσερό νερό. 
Αργά το απόγευμα παίρναμε το δρόμο του γυρισμού. 
Η θεία μας συνόδευε μέχρι την έξοδο μ' ένα χάρτινο σακουλάκι γεμάτο μούσμουλα. Μούσμουλα: μικρά, στρογγυλά, λαμπερά, κιτρινοπορτοκαλιά, ζουμερά. Όταν μεγάλωσα και εξοικιώθηκα με τον κόσμο των βιταμινών έμαθα ότι περιέχουν βιταμίνες Α, C, φολικό οξύ, καθώς και ισχυρή δόση αντιοξειδωτικών. Από τότε μέχρι σήμερα όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, μπαίνω στις αυλές,τα κόβω και τις περισσότερες φορές τα τρώω επί τόπου. Λυκαβηττός, Μέγαρο Μουσικής, Σαλαμίνα, Καλαμάτα είναι τα μέρη που έχουν ακόμη μουσμουλιές. Γεμάτο αναμνήσεις η υπόξινη γεύση τους. Πολύτιμα δέντρα για την χαρτογράφηση των αθηναϊκών κήπων.

 Αυτό που με μαγεύει με τα μούσμουλα είναι το μακρύ ταξίδι τους από την Κίνα στην Αττική του 19ου αιώνα κι από εκεί στην αυλή της θείας Γεωργίας στη Μεταμόρφωση του Βύρωνα.




6/7/24

Οι αγριοφράουλες των βουνών

Αγριοφράουλες, το εκλεκτότερο καλοκαιρινό φρούτο για τον πεζοπόρο των βουνών. Μικροσκοπικές, με λαμπερό κόκκινο χρώμα, ζουμερές, με έντονο άρωμα και γλυκιά γεύση. Κρύβονται κάτω από μεγαλύτερους θάμνους ή ανάμεσα στο ψηλό παχύ χορτάρι. Μαίναλο, Άγραφα, Πίνδος, από τον Ιούνιο τις αναζητώ στα δάση τους, με τα έλατα, τα μαυρόπευκα και τους κέδρους. Εκεί που υπάρχει νερό και πηγαίνουν τα ζώα. Δίπλα από τις ροοκρήνες, που σταματώ για να ξαποστάσω και να ξεδιψάσω ή στα ρυάκια, κάτω από τις φτέρες. Δεν τις συλλέγω ποτέ, τις τρώω αμέσως γιατί δεν μπορώ να αντέξω στον πειρασμό. Τότε μου ξυπνούν παιδικές ακόμα και προγονικές μνήμες, για συναισθηματικές πληγές που ίσως είναι δικές μου, ίσως και όχι. Η γεύση τους με οδηγεί στη μητρική αγκαλιά και το χρώμα τους στα τραύματα που μου προκάλεσε ή εγώ προκάλεσα στην οικογένειά μου, αλλά και στις χαρές, στις απολαύσεις του στρωμένου τραπεζιού και των ψιθύρων του μεσημεριού στη βεράντα. 
Εχθές το βράδυ ονειρεύτηκα ότι ήμουν στην πατρίδα του Μπέργκμαν και έτρωγα αγριοφράουλες και όχι λωτούς. Κατάφερα να ξεφύγω από τη χώρα των Λωτοφάγων.




2/7/24

Οι μετανάστες της νύχτας

Από τις πρώτες νύχτες της άνοιξης στο χωριό.

Πέταξε η κουκουβάγια μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε κι έσβησε τα φώτα.   

Φρρ, φρρ,  προς το μπαλκόνι του σπιτιού. Το φτερούγισμά της το αισθάνομαι πάντα σαν καλωσόρισμα. Κάτι σαν ειδοποίηση για όλους αυτούς που κατοικούν αόρατοι εδώ και χρόνια σ' αυτό το κτήμα. Με περιμένει πάντα  στην ίδια θέση, στο ίδιο κλαρί, πάνω στο κυπαρίσσι.

Χρακ, χρακ, οι γάτες, μέσα στα χόρτα,διέκοψαν για λίγα λεπτά το κυνήγι και έφυγαν τρέχοντας προς τη ρεματιά. 

βρεκεκέξ-κουάξ-κουάξ, τα βατράχια ερωτοτροπούσαν δυνατά, εκκωφαντικά. Χορτασμένα από τα κουνούπια και τις πεταλούδες είχαν ξαπλώσει στο χορτάρι.

ουά, ουά, τα τσακάλια είχε κατέβει στο ποτάμι για να αναζητήσει τροφή και νερό, θρηνούσαν όλα μαζί. 

τοκ, τοκ, τοκ, το κουνάβι, άνοιξα την πόρτα στο καλύβι και το άκουσα τα φεύγει από τη στέγη.  

βα, βα, βα, η πονηρή αλεπού με την φουντωτή ουρά θα προσπαθήσει να εισβάλλει στο κοτέτσι του γείτονα για ν' αρπάξει την όρνιθα.

Μπήκα στο καλύβι, άνοιξα τα παράθυρα.

σς, σς, δυο-τρεις πεταλούδες της νύχτας κατευθύνθηκαν προς το φως της λάμπας.

Ήταν αργά, πολύ αργά όταν έπεσα στο κρεβάτι για ύπνο. 

κλιγκ, γκλιιγκ, γκλιγγκ τα αηδόνια τραγουδούσαν. Το καθένα περιμένει τη σειρά του, αφού σταματήσει το προηγούμενο, με μικρές σιωπές μεταξύ τους.

Δεν θέλησα ποτέ να τα αναζητήσω,
μου αρκούσε που απολάμβανα αυτό το μοναδικό προνόμιο: το κελάηδημά τους.


Φωτιά!

Φωτιά άρχισε να κυκλώνει το σπίτι των Σπετσών. Ο ουρανός ήταν γκρίζος με πυκνά σύννεφα μαύρα. Η εκκλησία του προφήτη Ηλία, μακριά, έλαμπε από τις φλόγες. Και η φωτιά άρχισε να κατεβαίνει από την Άγια Άννα, προς το μικρό σπιτάκι του ερημήτη και έζωσε τα κτήματα της Μπουμπουλίνας. Με σμιχτά φρύδια, γεμάτο οργή, η κυρά των Σπετσών παρακολουθούσε το θέαμα. Σκοτάδι πυκνό, φωνές παιδιών και γερόντων που παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία στον Άη Γιάννη. Μα ήταν πρωί, απόγευμα, βράδι; δεν μπορούσα να καταλάβω.

Άρπαξα την Αμαζόνα, το μπλε Volvo του πατέρα μου και μπήκα στην βοτσαλωτή είσοδο του σπιτιού μας. Η μητέρα μου έστεκε ατάραχη, χαμογελαστή, με μαύρα γυαλιά πάνω στο αμαξάκι του κυρ-Μανόλη. Ήμουν μόνη. Μπήκα γρήγορα στο δωμάτιό μου. Πίσω από την πόρτα ήταν η απόχη μου, δώρο του παππού μου από την Πανελλήνια αγορά, τη βούτηξα γρήγορα.  Άνοιξα τον κωμό και πήρα την ξύλινη κασετίνα του με τα σύνεργα ψαρικής, αγκίστρια, φελούς, βαρύδια... Στο πάνω  συρτάρι βρήκα παλιά εγχειρίδια γεωπονικής και μελισσομίας. Είχε αφήσει μέσα εκεί και το πιστόλι του, που έριχνε πυροτεχνήματα στην εορτή της Παναγιάς της Αρμάτας.  Θα επιστρέψει ο παππούς και θα το γυρεύει σκέφτηκα. Δεν το πείραξα. Πεταμένο σε μια άκρη στη γωνία του δωματίου, ήταν το καπέλο του μελισσοκόμου. Το φόρεσα αμέσως, μέσα στον πανικό μου, κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα.

Άφησα ορθάνοιχτες τις πόρτες κι έφυγα με την "Αμαζόνα" για πάντα, χωρίς να χαιρετήσω, χωρίς να κοιτάξω πίσω.

Ξύπνησα στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, κάθιδρη. Ήμουν στην Αθήνα, στο σπίτι μου στη Μαβίλη. Έβγαλα από το χρονοντούλαπο την εικόνα του σπιτιού των Σπετσών, με τους γονείς μου μπροστά. Οφείλω να ομολογήσω ότι ο πατέρας μου, στο διάστημα των τριών μηνών που περνούσαμε εκεί τα καλοκαίρια, μας επισκεπτόταν σπανιότατα.

26/2/24

Λακτάριος ο εύγευστος


Αποφασίσαμε να ενδώσουμε στη γοητεία του γεναριάτικου κρύου στο Μαίναλο. Πήραμε το μονοπάτι από το Χρυσοβίτσι με προορισμό το Διάσελο Ναυαρίνου. Ο ουρανός, γεμάτος από βαρειά, αμετακίνητα σύννεφα και τα έλατα πυκνά, ούτε ένα πουλί δεν ακουγόταν. Αισθανόμουν ότι όλο και περισσότερο με απορροφούσε το τοπίο, σαν να μην μπορούσα να ξεφύγω από το βρύινο χώμα, σαν τα ρουθούνια μου να έχουν πλημμυρίσει από την οσφρητική πανδαισία του βουνού και το βλέμμα μου να αναζητά λίγο περισσότερο φως. Τα αγριογούρουνα είχαν επισκεφθεί το μονοπάτι πολύ πριν από εμάς. Είχαν σκάψει αναζητώντας τροφή: βολβούς, ρίζες και σκουλήκια. Είχαν ξυστεί στους κορμούς των δένδρων, είχαν στριφογυριστεί στις λούτσες και είχαν αφήσει τα ίχνη τους στο υγρό χώμα.
Και, ιδού τα μανιτάρια λαμπερά, φρέσκα, προκλητικά να ξεπροβάλλουν πάνω στο παχύ υγρό χαλί και στους πεσμένους κορμούς. Οι πολύχρονες υλοτομήσεις του βουνού έχουν διαμορφώσει το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη των μανιταριών που εδώ και χρόνια το έδαφος καλύπτεται με κλαδάκια, βελόνες, και βρύα, από τις συχνές υλοτομήσεις. Σε χρώμα έντονο πορτοκαλί τα μανιτάρια "Λακτάριος" σχημάτιζαν ολόκληρες αποικίες. Έβγαλα το σακκούλι μου από το σακίδιο και άρχισα να συλλέγω. Δεν είχα προβλέψει ούτε καλάθι, ούτε πινελάκι για να τα καθαρίζω. Όταν γυρίσαμε στο χωριό, τα ξεπλύναμε με άφθονο νερό, τα στραγγίξαμε και τα γευτήκαμε. Τηγανιτά-πανέ και στο φούρνο με πρωτόλαδο, σκόρδο και μαυροδάφνη.




22/1/24

Ο Μαλόκεδρος, προς τις Πόρτες Αγράφων

 

Ξεκινήσαμε το πρωί από το καταφύγιο Ελατάκος (1.450μ.), που δημιουργήθηκε και συντηρείται από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύλλογο Καρδίτσας (ΕΟΣΚ). Ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι σε ένα ξέφωτο, με μεγάλους ξύλινους πάγκους στον περίβολο και δυνατότητες διανυκτέρευσης. Ανηφορίσαμε στο βουνό με τελικό προορισμό την τοποθεσία "Πόρτες". Σταματήσαμε για να ξαποστάσουμε στην Περδικόβρυση με το λιγοστό νερό και τη μεγάλη ποτίστρα για τα ζωντανά. Γευθήκαμε τις αγριοφράουλες, απολαύσαμε τη θέα προς τη λίμνη του Μέγδοβα και το όρος Βουτσικάκι. Συνεχίσαμε ανατολικά διασχίζοντας τα λιβάδια με την αλπική βλάστηση. Το τοπίο γινόταν βραχώδες. Ένας μαλόκεδρος προσπαθούσε να ορθώσει το ανάστημά του ανάμεσα στα έλατα. Οι κανόνες της φύσης αποδεικνύονται αδυσώπητοι για όλα τα έμβια όντα, όχι μόνο για τους ανθρώπους. Τα τελευταία χρόνια στα Άγραφα δεν υπάρχουν πια μεγάλα κοπάδια, η κτηνοτροφία έχει σταματήσει, τα ζώα δεν βόσκουν στο βουνό. Ο έλατος αναπτύσσεται ταχύτατα, σε σχέση με τον μαλόκεδρο, έτσι τον περνάει στο ύψος, του κρύβει το φως, τον σκεπάζει και τον ξεραίνει. Ο μαλόκεδρος (Juniperus foetidissima) μετανάστευσε στην Ελλάδα από τον Λίβανο και είναι ένα από τα δώδεκα είδη κέδρων, που υπάρχουν στον κόσμο. 
Έβγαλα από το σακίδιό μου, το πάνινο σακκουλάκι μου και μάζεψα τους καρπούς του, τα κεδροκούκουτσα. Δεν παραλείπω ποτέ να τους συλλέγω, όπου κι αν συναντώ μαλόκεδρους, στον Πάρνωνα, στην Οίτη αλλά και στον Σχοινιά της Αττικής. 

Τους αποξηραίνω και τους χρησιμοποιώ μαζί με τους καρπούς των σχίνων για να μαρινάρω τα ψάρια. Επίσης, τα κεδροκούκουτσα χρησιμοποιούνται και στη μαρινάδα του αγριογούρουνου. Δίνουν ένα οξύ, ξεχωριστό άρωμα και γεύση που ταιριάζουν με τα ξερά βερύκοκα και δαμάσκηνα, έξοχα συνοδευτικά για το κρέας του κυνηγιού. Συνεχίσαμε την πορεία μας ανάμεσα σε βράχια για να φτάσουμε στην τοποθεσία "Πόρτα Αγράφων".
Αγναντεύσαμε πέρα μακριά την κορυφή του όρους Μπορλέρο.




16/11/23

Για τσάι του βουνού στη Σβόνη Αγράφων

Καταμεσήμερο στο κατακαλόκαιρο ξεκινήσαμε ο Γρηγόρης, η Δήμητρα κι εγώ.  Είχε προ πολλού περάσει η εορτή του Άι-Λια, τότε που σχεδόν όλοι ανεβαίνοντας στις κορυφές για να προσκυνήσουν μαζεύουν τσάι του βουνού. Καθώς σκαρφαλώναμε στις χορταριασμένες πλαγιές της Σβόνης το τσάι όλο και πλήθαινε. Αποικίες ολόκληρες από το βότανο ξεπρόβαλαν μέσα από τις σχισμές των μικρών αλλά αιχμηρών βράχων. Οι βλαστοί από τα σέπαλα άστραφταν στον ήλιο κι έμοιαζαν με αιχμές δόρατος. Τότε κατάλαβα γιατί το τσάι του βουνού ονομάζεται και σιδερίτης. Με είχε κυριεύσει η απληστία. Έκοβα προσεκτικά με το ψαλιδάκι μου τους μίσχους, για να μην εκριζωθούν τα φυτά και τους έβαζα στην πάνινη τσάντα μου. 
Όσο ανεβαίναμε  το βουνό γινόταν όλο και πιο απόκρημνο. Λίγα
βήματα πριν από την κορυφή κοίταξα προς τα κάτω, μπρος γκρεμός, παντού γκρεμός.  Αποκαμωμένη από την προσπάθεια και τον ήλιο τα γόνατά μου λύγισαν και βρήκα καταφύγιο στη στενή κοιλότητα ενός βράχου.  Άνοιξα το σακίδιο, είχα μόνο νερό, δεν είχα καραμέλες δεν είχα ξερά φρούτα, δεν είχα σοκολάτα, δεν είχα τίποτα τονωτικό. Αισθανόμουν ζαλάδα και φοβόμουν. Η Δήμητρα από δίπλα μου με παρακινούσε να σταθώ όρθια, για να μου περάσει ο πανικός. Τότε ξαφνικά ένα τσοπανόσκυλο άρχισε να σκαρφαλώνει, έφτασε κοντά μου και μ' αγκάλιασε. Έγλειφε τον ιδρώτα στο λαιμό μου. Σαν να μου έδινε φιλιά. Αυτό ήταν!  Σηκώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα για την κορυφή!
 
Το απόγευμα στον οντά άνοιξα το βοτανολογικό λεξικό και διάβασα: Τσάι του βουνού "Σιδερίτης". Η ονομασία του αποδίδεται στον Διοσκουρίδη ο οποίος θεωρεί ότι το φυτό επουλώνει τις πληγές που προκαλούνται από σιδερένια αντικείμενα, αλλά και στο γεγονός ότι διαθέτει άφθονο σίδηρο. Το τσάι του βουνού είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση των κρυολογημάτων, των αναπνευστικών προβλημάτων και του επίμονου βήχα, είναι τονωτικό, αποτοξινωτικό, σπασμολυτικό και στυπτικό. Έχει χαλαρωτική και αγχολυτική δράση. Βοηθάει στην πρόληψη του καταπολεμά τον καρκίνο, χάρη στις αντιοξειδωτικές ουσίες που περιέχει.
          Τσάι του βουνού, λοιπόν, γιατί σε όλα κάνει καλό!