13/7/20

Ο Φαύνος - Τροφοσυλλέκτης

Σάββατο 11 Ιουλίου, στις παρυφές της Μίνθης. Τα μάτια μου έτσουζαν από τον ήλιο και τον ιδρώτα.  Ήμουν σίγουρη ότι ήταν αυτός.  Κρυβόταν πίσω από τα φύλλα μιας αχλαδιάς, που είχε φυτρώσει στο χείλος του γκρεμού. 
Γυμνός, τριχωτός. Θεός; ημίθεος; 
Ο φαύνος. 
Μου χαμογέλασε στιγμιαία και με κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια με απίστευτη θρασύτητα.  Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου και άνοιξε την παλάμη του. 
Μικρά ολοστρόγγυλα πορτοκάλια. 
Μου τα πρόσφερε. 
Τα πήρα, βύθισα τα νύχια μου στη σάρκα τους και πλησίασα δυο βήματα προς το μέρος του. Η οξύτητά τους μούδιασε τα ρουθούνια μου. Τα έβαλα στο σακίδιο μου. 
Προσπεράσαμε τη Ζούρτσα, εκείνος με πιρουέτες, από δέντρο σε δέντρο. Μου έκοβε την ανάσα. Χαμογελούσε σαρδόνια. 
Ξεπεταγόταν πάντα ένα βήμα μπροστά μου, άλλοτε μ' ένα κλαδί φασκόμηλο κι άλλοτε ξεγελούσε την αγωνία μου με ανθισμένη βαλεριάνα. 
Φτάσαμε στη μεγάλη στάνη. Ρήμαξε τη μουριά. Κατάπινε με απληστία τους καρπούς της. Μου έδειξε τη βαμμένη παλάμη του. 
Ζήλεψα. Το κατάλαβε. Έβαλε δυο-τρία μούρα κατευθείαν στο στόμα μου.
Ξάπλωσε κάτω από της δάφνης τα φύλλα και περίμενε πότε θα ξεκινήσουμε πάλι μαζί. 
Φτάσαμε μέχρι τη "Ντουνά Βρύση" στην Παύλιτσα. Ήπια νερό και αποκοιμήθηκα. 
Τον ξανάδα στις Βάσσες. Ήταν προπομπός στα κατσίκια που κύκλωσαν τη σκηνή. Κρατούσε ρίγανη από του Επικούριου Απόλλωνα το ναό. 
"Η μεγάλη πεδιάδα είναι γεμάτη φρούτα. Ξεκινάμε". 
Στα περιβόλια της Τεγέας, μαζέψαμε βύσσινα και κεράσια. 
Ο Φαύνος-Τροφοσυλλέκτης μου χάρισε ένα CD με αμανέδες της Ανατολής κι εξαφανιστήκαμε από την οθόνη. 

2/10/19

Leontopodium alpinum ή edelweiss


Η παιδική μου ηλικία σημαδεύτηκε από την ταινία-μιούζικαλ "Η Μελωδία της Ευτυχίας". Ήξερα απέξω όλα τα τραγούδια. Τα ψιθύριζα μόνη μου καθώς στριφογύριζα φορώντας τις γόβες και το κολιέ με τις διαφανείς πέρλες της νονάς μου. Κάναμε αυτοσχέδια χορωδία και τα τραγουδούσαμε δυνατά με τα άλλα κορίτσια στην πεντάδα του σχολικού λεωφορείου, κάθε μεσημέρι, στο γυρισμό για το σπίτι. Έσερνα τη μητέρα μου σε κάθε θερινό σινεμά κι έβλεπα και ξανάβλεπα την ταινία. 

Επηρεασμένη από το αγαπημένο μου μιούζικαλ ονειρευόμουν να αγγίξω ένα edelweis.
Και συνέβη το 2017,
στις Ιουλιανές Άλπεις,στα 2.050 μέτρα. Ανεβαίναμε ψηλά στα βραχώδη όρη, σε στενό μονοπάτι. Ξεπνοημένη από την πορεία, κοιτάζοντας τον γκρεμό είδα τα αγαπημένα μου χνουδωτά, άοσμα λουλούδια, τα edelweiss. Το χρώμα τους ήταν άσπρο σαν τα δάκρυα της βασίλισσας του χιονιού, στα παραμύθια ή το χρώμα των πάγων την ώρα που φυσάει ο αέρας. 
Έκοψα μόνο ένα και το τοποθέτησα με προσοχή στις σελίδες από το σημειωματάριό μου.
Έφτασα στο καταφύγιο αργά. Έφαγα σούπα γκούλας με μια φέτα ψωμί.
...Το ξανθό γαλανομάτικο αγόρι φορούσε καρό πουκάμισο και καστόρινο σορτς με τιράντες όταν ανέβηκε στο βουνό για να συλλέξει edelweiss. Kατέβηκε τρέχοντας στο χωριό, προσέφερε το δυσεύρετο λουλούδι στην αγαπημένη του και της έκανε πρόταση γάμου. Μια ευγενής πράξη (edel) με το λευκό (weiss) της αγνότητας.  





21/9/17

Το φεγγάρι ανατέλλει από τον μαντρότοιχο του σπιτιού μου

Το φεγγάρι ανατέλλει από τον μαντρότοιχο του σπιτιού μου στην Αρκαδία. Με τη δύση του ήλιου τερματίστηκαν οι αγροτικές και οι οικοδομικές εργασίες. Τα θεμέλια μιας μικρής, ξύλινης αποθήκης με τα περισσότερα από τα υλικά που συλλέξαμε μόνοι μας, με τα χέρια μας, με τις οδηγίες και την πολύτιμη βοήθεια των φίλων μας: ξύλα, πέτρες, χόρτα, συρματόπλεγμα, αμμοχάλικο, λίγο τσιμέντο. 
Αύριο με τον Γιάννη και τον Μίρτσα θα στήσουμε την αποθήκη. Αύριο θα έχω το ιδανικό καταφύγιο για το χειμώνα. 
Αδημονώ να τη δω να στέκεται εκεί στην άκρη του κτήματος, ανάμεσα στη γέρικη μουριά και τη νεαρή μηλιά, με την πόρτα προς το Μαίναλο. Θα βάλω το ποδήλατο και τα εργαλεία μου, την κόσα, την τσάπα, το σκαλιστήρι, το φτυάρι, το καρότσι. Θα αποθηκεύσω τους καρπούς που συνέλεξα. Τα βάζα με τα φρούτα που έγιναν μαρμελάδα και κομπόστα. Σύκα, κορόμηλα, βατόμουρα, μούρα, αχλάδια, αλλά και πατάτες και καλαμπόκια, πιπεριές ξερές και όλων των ειδών φασόλια. Σε μερικές μέρες θα συλλέξω ρόδια και κυδώνια. Το Λύκαιο όρος είναι γεμάτο από κυδωνιές, κίτρινες, με λεία επιδερμίδα, μυρωδάτες και χυμώδεις.
Βιάζομαι και έχω αποκάνει από την κούραση. Η νύχτα ξεκίνησε. 

19/9/17

Στα καφενεία των νησιών

Τα καφενεία των νησιών. Οάσεις από τον καλοκαιρινό κάματο, τον λίβα και τα μελτέμια. Δροσερά και φιλόξενα. Το συναπάντημα των κατοίκων με τους ταξιδιώτες. Ανταλλάσσονται καλημέρες και φιλέματα. Ιδανικός τόπος για ανάγνωση και για μοναδικές γαστριμαργικές απολαύσεις: υποβρύχιο σε κρυστάλλινο νερό, παξιμάδια με λαδοελιές, τσίρος και ντομάτες ξερικές, σαλάτα.
Οι επισκέπτες, ρουφούν το τσίπουρο, το ούζο και τη ρακή όπως ρουφούν και το καλοκαίρι. Είναι μεταμορφωμένοι, με γυαλιά του ήλιου, ψάθινο καπέλο και σαγιονάρες, υπομονετικοί και ταυτόχρονα έτοιμοι για κάθε περιπέτεια -συναισθηματικού ή φυσιολατρικού τύπου.
Ακούν τις ιστορίες της γυναίκας του καφετζή για κήπος μυστικούς, όπου ανάμεσα στα αγριόχορτα βρίσκονται κρυμμένες οι ξερικές ντομάτες, για εγκαταλελειμμένους αγρούς με αμπελοφασουλιές και κολοκυθιές.
Στα κυκλαδίτικα νησιά οι βοσκοί-κτηνοτρόφοι φέρνουν τα τυριά τους και καμιά φορά τα πουλούν στους ταξιδιώτες. Ο καφετζής τα σερβίρει σε μικρά πιατάκια. Το τυρί συνοδεύεται από μικρές μπουκίτσες ψωμιού ή παξιμάδια. Η κατσικίσια γραβιέρα και το κεφαλοτύρι είναι κορυφαία. Το ξυνοτύρι είναι ιδανικό με μέλι, πάνω σε μικρά παξιμαδάκια με γλυκάνισο. Στην Ίο δοκίμασα το "σκοτύρι" που ωριμάζει μέσα σε ασκούς. Το γάλα αναμεμειγμένο με θρούμπι γαργαλάει τον ουρανίσκο, ενώ το πιπέρι της σάρκας του, εισχωρεί βαθιά στη μύτη, δημιουργώντας μια αιχμηρή -καθόλου μα καθόλου απαλή- επίγευση σε κάθε μπουκιά που διασχίζει τον ουρανίσκο.
Το θρούμπι είναι πολύτιμο μυρωδικό.
Θυμάμαι στις Σπέτσες με τις πρώτες βροχές, στις αρχές Σεπτεμβρίου, τότε που ολόκληρο το νησί ξυπνούσε, αξημέρωτα σχεδόν, από τις ντουφεκιές των κυνηγών, τρέχαμε όλα τα παιδιά για να μαζέψουμε θρούμπι ενώ οι γυναίκες, νοικοκυρές, υπηρέτριες, μαγείρισσες μάζευαν σαλιγκάρια. Πάνω στα κλαριά από θρούμπι βοσκούσαν για μερικές μέρες τα σαλιγκάρια, για να απορροφήσουν το άρωμά του.
Ένα καλοκαίρι διέσχισα ολόκληρη την Κύθνο συλλέγοντας θρούμπι για το χειμώνα. Φέτος συνέλεξα μπόλικο από τον Ταύγετο και τη Μάνη.Είναι πολύτιμο συστατικό. Το αγαπώ και το φροντίζω πολύ. Βρίσκεται πάντα στην κουζίνα μου μέσα σε ένα μεγάλο βάζο, που του αλλάζω το νερό τακτικά. Μπήγω το θρούμπι στην κοιλιά των μεγάλων ψαριών, μαζί με φέτες λεμόνι βουτηγμένες στο χοντρό αλάτι, πριν τα βάλω στο φούρνο για να ψηθούν. Κάθε φορά που η μητέρα του Γιώργου μας φιλεύει με κουνέλι από την Κρήτη, ρίχνω ανθάκια από θρούμπι λίγα λεπτά πριν ολοκληρωθεί το μαγείρεμα. Όταν το σερβίρω, όλοι σχολιάζουν το άρωμα, που εκλύει καθώς αναμειγνύεται με τη σπιρτάδα του merlot που το συντροφεύει στην κατσαρόλα.
Οι ελιές στα καφενεία, είναι πάντοτε τοπικής ποικιλίας. Ξερές, χονδρουλές θρούμπες και ψιλές, μικρές λαδοελιές βουτηγμένες στο λάδι, μοναδικός μεζές.
Κι όταν φεύγει το καλοκαίρι, λίγο πριν φτάσει το βαπόρι, κανείς ταξιδιώτης δεν παραλείπει να επισκεφθεί το καφενείο.
Όχι αντίο αλλά εις το επανιδείν.




16/9/17

Η γιαγιά μου, η Ινδιάνα και το μαγικό φίλτρο του Πανοραμίξ

Βρισκόμουν στα σπλάχνα του Μαινάλου. Τα πόδια μου βυθίζονταν μέχρι τα γόνατα στο χιόνι. Άσπρο, αστραφτερό, σαν την κόψη του μαχαιριού, που γλιστρούσε στην τούρτα των γεννεθλίων μου. Βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ στη λευκή σαντιγύ, καθώς τα σχιστά μάτια της γιαγιάς μου απέναντι, έλαμπαν και με μαγνήτιζαν. Έμοιαζε με Ινδιάνα. Βουτηγμένη στα μαύρα. Το τσεμπέρι της έχασκε λίγο και φαινόταν η χωρίστρα με τις δυο ασημένιες κοτσίδες δεξιά κι αριστερά. Μια παραφωνία στην πολυχρωμία της εορτής με το πολύχρωμο χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα ταφταδένια φουστάνια των συνδαιτημόνων μας και τις γόβες στιλέτο της μητέρας μου.
Ένας μεγάλος κορμός από έλατο που είχε γείρει χαμηλά στο έδαφος. Άφησα για λίγο τα μπατόν και έσκυψα από κάτω του για να περάσω. Κατευθυνόμουν προς το ξέφωτο που είχε γύρω γύρω έλατα.
Τα γκι είχαν μπήξει τις ρίζες τους βαθιά μέσα στον κορμό τους.  Τα άσπρα ημιδιαφανή μπαλάκια τους είχαν ρουφήξει τους χυμούς του δέντρου κι έλαμπαν φουσκωμένα. Τράβηξα την πάνινη τσάντα μου μέσα από το σακίδιο και άρχισα να μαζεύω, αυτά που ήταν στα χαμηλά κλαριά. Η τσάντα μου γέμισε από γκι.
Βάδιζα νυχοπατώντας πάνω στις ανάγλυφες γιρλάντες της τούρτας. Παραμέρισα μερικά μεγάλα κομμάτια κομπόστα βερύκοκα και κατάφερα να φτάσω στην κορυφή. Μια αλπική καλύβα ανάμεσα σε δύο ελατάκια κι ένα ελάφι με άσπρες βούλες, όλα από χρωματισμένη ζάχαρη περίμεναν για να δοθούν για δώρα στις πιο στενές μου φίλες.
Ήθελα να προσφέρω τα κλωνάρια των γκι στη γιαγιά μου. Είχα διαβάσει ότι ο δρυίδης Πανοραμίξ τα χρησιμοποιούσε για να φτιάξει το μαγικό ποτό που έδινε δύναμη στον Οβελίξ και στον Αστερίξ.
Ήμουνα σίγουρη ότι η γιαγιά μου θα τα κατάφερνε. Θα είχε έτοιμο το μαγικό φίλτρο αύριο, λίγα λεπτά πριν από τη χειμερινή ισημερία.



15/9/17

Η πλούσια σοδειά

Νερό, νερό, βαθύ κυανό και ακρογιάλι με στρώματα από κροκάλες και άμμο, και μια ρεματιά με πικροδάφνες, καλαμιές, λυγαριές, χαρουπιές. Ελληνικό καλοκαίρι, μεταξύ Κορώνης και Μεθώνης... αγαπημένες καστρουπόλεις.
Γέμισα τα κοφίνια με σύκα και κορόμηλα. Συνέλεξα χαρούπια από την Φοινικούντα. Μάζεψα μετά μεγάλης προσοχής φραγκόσυκα από τους φράχτες ενός μεγάλου κτήματος λίγο πιο έξω από την Πύλο. 
Τα βατόμουρα, της ρεματιάς που έφτανε μέχρι τη θάλασσα, ήταν τα καλύτερα.
Κι ύστερα η κουζίνα του σπιτιού μου στο χωριό μοσχοβολούσε από τις μαρμελάδες. Πολύχρωμα βαζάκια ακουμπισμένα πάνω στο μάρμαρο, πολύτιμα υλικά για τις τάρτες, τις τούρτες και το πρόγευμα στη βεράντα.

"της Παναγίας" στις Σπέτσες


Μέρα εορτής, που συγκεντρωνόταν όλη η μεγάλη οικογένεια, από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, την Αίγυπτο, την Αφρική, την Αθήνα, τις ανταριασμένες θάλασσες.  Πόσα καλοκαίρια, με συγγενείς και φίλους γευματίσαμε στο μεγάλο τραπέζι του κήπου, με το άσπρο αλέκιαστο λινό τραπεζομάντηλο και τα φοβερά πιάτα με τις μπλε τουλίπες της γιαγιάς μου, της Μυρσίνης. 
- Θα θυμάμαι πάντα το δίσκο με τις πασπαλισμένες από ζάχαρη χοντρές φλούδες των λεμονιών. Τα συλλέγαμε προσεκτικά γι' αυτό το σκοπό από το περιβόλι μας. 
- Θα θυμάμαι τους καρπούς από τα φρέσκα αμύγδαλα, που αγαπούσε ιδιαίτερα η θεία Άσπα από το Πορτ-Σάιντ. Σκαρφάλωνα στο δέντρο και τα έχωνα κατευθείαν στις μεγάλες τσέπες της  ποδιάς μου.
- Θα θυμάμαι πάντα τον αστακό, παραγγελία του παππού μου στον κυρ-Ηλία, από την Κοιλάδα. Χοχλάκιαζε και εμείς μικρά παιδιά, απολαμβάναμε το μαρτύριο του ζεματίσματός του, μέσα στον βαθύ τέντζερη, στη κουζίνα.
- Θα θυμάμαι πάντα τη γεύση του εκλεκτού λαδιού από το Κρανίδι, που μας έφερναν κάθε χρόνο οι συγγγενείς της Βαρβάρας.
- Θα θυμάμαι το παγωτό κρέμα με σιρόπι λεβάντας της γιαγιάς μου. Εκλεκτό επιδόρπιο.