16/6/25

"Ναι, αλλά εγώ κυνηγάω με ξόβεργες"

 "Ναι, αλλά εγώ κυνηγάω με ξόβεργες", μου έλεγε η εξαδέρφη μου η Σίσσυ, κάθε φορά που πήγαινα να επισκεφθώ την οικογένεια της γιαγιάς μου στον Προμπονά και με αποστόμωνε. 

Μπορούσα να την ανταγωνιστώ σε όλα: στο ψάρεμα, στα μαθήματα, στο τρέξιμο, στα παραμύθια-τερατολογίες, σε όλα, εκτός από το κυνήγι με τις ξόβεργες. 

Πετούσαν φωτιές τα μάτια της καθώς περιέγραφε τη διαδικασία. "Κόβω βλαστούς και όταν ξεραίνονται τους αλείφω με οξό, τους καρπούς ενός δέντρου που μας ήρθε από τα ξένα. Στο νησί λένε ότι το μετέφεραν οι Γενουάτες από την Κίνα. Ο οξός είναι μια πολύ ισχυρή κόλλα -καμμιά φορά τον ανακατεύω με μέλι και νερό.  Έτσι γίνονται οι ξόβεργες. Τις βάζω πάνω στα δέντρα, στους θάμνους, σε κλαδιά στις όχθες του ποταμού, εκεί όπου θα περάσουν τα πουλιά. Μόλις το πουλάκι αγγίξει την ξόβεργα, αυτή κολλάει στο φτέρωμά του. Είναι αδύνατον να ξεφύγει. Τότε επεμβαίνω και το ξεκολλάω με μεγάλη μαεστρία για να μην το τραυματίσω". 

Σταματούσε για λίγα δευτερόλεπτα και συνέχιζε με το βλέμμα στα κλουβιά με τα μικρά πουλάκια -καρδερίνες και φλώροι τα περισσότερα-,που κρέμονταν από τη μεγάλη βερυκοκιά του κήπου. 

"Απολαμβάνουμε όλοι το κελάδημά τους το πρωί και το βράδυ λίγο πριν πέσει ο ήλιος".  Ανατρίχιαζα, καθώς σκεφτόμουν το σπαραχτικό κελάδημα του πουλιού, με την καρδιά του να πάλλεται και με το ράμφος του να χτυπά τα κάγκελα. 

"Καμμιά φορά τους βάζουμε και κανένα φρέσκο χορταράκι, έτσι κελαηδούν καλύτερα..." 

Στο γυρισμό ο παππούς μου μου έδινε ψωμάκι για να ταΐσω τα χοντρά χρυσόψαρα στη λίμνη του κήπου του Προμπονά. Κι ελάφρυνα.




 

20/1/25

Ο καπνός από το τζάκι και την ξυλόσομπα στα ουράνια

Χειμώνας στην ελληνική ύπαιθρο με τον καπνό από το τζάκι και τη ξυλόσομπα να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό.
Την ανάβω τη φωτιά κάθε φορά που πηγαίνω στο χωριό μου. Υψώνεται σαν μπαϊράκι, ένδειξη ότι υπάρχουν ψυχές που κατοικούν και τριγυρίζουν στα πάτρια χώματα. Το τραπέζι στήνεται με το άσπρο-μπλε τραπεζομάντηλο από τον αργαλειό της γιαγιάς μου, που δεν πρόλαβα να δω, γιατί ίσως πετάχτηκε ίσως πουλήθηκε για λίγες δεκάρες σε κάποιον από τους πλανόδιους πραματευτάδες πριν να γεννηθώ. Ευτυχώς έχουν μείνει τα μπακίρια, που έφερε ο παππούς από τα Γιάννενα. Είχε λάβει μέρος στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1913. Με καρύδια δικά μας, γεμίζω την μπακιρένια γαβάθα.
Το φαγητό είναι απλό αλλά εκλεκτό, γεύσεις της περιοχής που επιβιώνουν εδώ και χρόνια. Ζοχοί και ραδίκια βραστά, ρύζι με καυκαλίθρες, αγριομάρουλα, λάπαθα, όλα από το περιβόλι μας, σπαράγγια από το λόγγο. Πρωτόλαδο και κρασί πάντα ροζέ -για να θυμίζει το φλέρυ μας. Που και που έρχεται και κανένα πεσκέσι, κατσικίσια φέτα ή ζυγούρι από τον βοσκό στο δάσος με τις δρύες και τα κυκλάμινα.
Τρώμε σιωπηλά κι ευχαριστιόμαστε.
Αφήνουμε τα πατζούρια ανοιχτά για να δούμε το πρωί που θα σηκωθούμε την κορυφή του Μαινάλου, κάτασπρη από το χιόνι.
Σήμερα, ανέβηκα ψηλά κι αγνάντεψα το χωριό μου, χειμώνας και οι καπνοί από τις καμινάδες μετρημένοι στα δάχτυλα.
Και τότε θυμήθηκα τον Σπύρο Ασδραχά που μας μάγευε με τις ιστορίες από τα ταξίδια του Εβλιγιά Τσελεμπή.










14/1/25

Οι κρυφοί κήποι του Αυλώνα



Είναι πιο όμορφα κι από λουλούδια! Κόκκινα λάχανα, μπουκέτα, λαμπερά από τη χειμερινή βροχή και τις τελευταίες επίμονες ακτίνες του ήλιου που δύει... 
Οι ποδηλατικοί περίπατοι στους κατάσπαρτους λόφους του Αυλώνα επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Το τοπίο αλλάζει συνεχώς. Ελαιώνες, αμπέλια, σιτηρά, λαχανικά, αμυγδαλώνες, φάρμες ζώων και ένας μεγάλος στρατώνας. Ανάμεσα στους αγρούς συναντάμε παλιές βιομηχανίες, που κάποτε έσφυζαν από ζωή, σήμερα στέκονται βουβές ως ενθύμια μιας άλλης εποχής, που υποσχόταν οικονομική ανάπτυξη. 
Το χωριό είναι κτισμένο μεταξύ της γραμμής του τρένου και της εθνικής οδού. Κακο-σάλεσι λεγόταν μέχρι το 1927, φανερώνοντας τις δυσκολίες που είχαν οι περαστικοί για να μεταβούν από τη Χαλκίδα προς την Αθήνα και όχι μόνο. Οι ακτήμονες διεκδίκησαν  με αγώνες τη γη που καλλιεργούσαν χρόνια, από τον τραπεζίτη, πολιτικό, μεγαλοτσιφλικά  Ανδρέα Συγγρό. 
Φωτο: Ζιζή Σαλίμπα
Με κατεύθυνση από την Αθήνα προς το χωριό συναντάμε στο αριστερό μας χέρι τη βίλα της οικογένειας του Αντώνη Ζυγομαλά,  διπλωμάτη και υπουργού που συμπορεύθηκε με τους ακτήμονες για την απόκτηση κλήρου. Ένα μεγάλο μέρος των σημερινών κατοίκων του Αυλώνα είναι μετανάστες που απασχολούνται  ως εργάτες γης  από τη Νότια Ασία, την Ινδία,το Πακιστάν και το Μπαγκλατές. 
Κάθε χρόνο στις αρχές του χειμώνα πηγαίνουμε με τα ποδήλατα εκεί, στα σύνορα της Αττικής με τη Βοιωτία για να συλλέξουμε τις ζαρωμένες αλλά πεντανόστιμες ελιές που εξακολουθούν να παραμένουν αμάζευτες στα κλαδιά. 
Αυτό το απόγευμα κατευθυνθήκαμε προς τα βόρεια, εκεί που υπάρχουν τα θερμοκήπια με καλλιεργούμενα λαχανικά, και οι αγροί με τις ποικιλίες του μαρουλιού, τις λόλες, τα iceberg, τα άσπρα και τα κόκκινα λάχανα και τα καρότα. 
Αφήσαμε τα ποδήλατα στην άκρη του δρόμου, χαιρετήσαμε τους ανατολίτες εργάτες και ξεκινήσαμε το περπάτημα στο χωματόδρομο. Ξεμακραίνοντας, αντικρίσαμε τους μυστικούς κήπους με τα κόκκινα λάχανα, προστατευμένους από τις βρούβες που είχαν γίνει μεγάλοι θάμνοι, και από τα πράσινα αγκάθια. Κόψαμε λίγα φύλλα, τα δοκιμάσαμε. Ήταν σκληρά και πιπεράτα. 
Φωτογραφίσαμε τα κόκκινα λάχανα και γυρίσαμε πίσω
Τελικά, οι ποδηλατικοί περίπατοι μού επιφυλάσσουν εκπλήξεις, καθώς απολαμβάνω με βραδύτητα και με τις πέντε αισθήσεις το χώμα και το χρώμα, έτσι όπως μεταλλάσσονται από το φως.






13/1/25

Με το σακκίδιο στην πλάτη και το καλάθι αδειανό

 

Φωτο: Ν. Διονυσόπουλος
Φωτο: Ν. Διονυσόπουλος
Κυκλάμινα! ανάμεσα στους καμένους βράχους από την ανελέητη καλοκαιριάτικη φωτιά της Αττικής. Ελπίζοντας στην εποχή της ανυδρίας και ανεβαίνοντας από τον Πύργο της Οινόης  στη λίμνη του Μαραθώνα, μέσα από το φαράγγι του ποταμού Χάραδρου. 

Καμμένα δέντρα, καρβουνιασμένοι θάμνοι, πίσσα βράχοι, μαύρο χώμα. Η μυρωδιά του καπνού σπιρούνιαζε τα ρουθούνια μας. Το οσφρητικό τοπίο από τις νοτισμένες πικροδάφνες και τα πλατάνια εξαφανίστηκε.  Κοντά στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία μια αλεπού έψαχνε κι αυτή με θράσος για τροφή.  Αλληλοκοιταχτήκαμε για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ το απελπισμένο βλέμμα της.

Δεν βρήκα τίποτα να συλλέξω,  ούτε χόρτα, ούτε μανιτάρια. Γύρισα με το καλάθι αδειανό.

Η λίμνη με το λευκό, μαρμάρινο φράγμα ως αντίδωρο της ημέρας των νερών και των Φώτων.




13/8/24

Η μουσμουλιά της θείας Γεωργίας

Το ταξίδι στη Μεταμόρφωση του Βύρωνα ήταν μια περιπέτεια, στα πρώτα χρόνια του '70. Εκεί πάνω ψηλά σε μια απότομη ανηφόρα, απέναντι από τα νταμάρια του Υμητού ήταν το σπιτάκι της θείας Γεωργίας. Η οδός Ακαδημίας ήταν έρημη όταν επιβιβαζόμαστε την Κυριακή το πρωί στο λεωφορείο για να την επισκεφθούμε. Κρατούσα σφιχτά στο χέρι μου το εισιτήριο, που μου το έκοβε ο εισπράκτορας με το πηλίκιο και χάζευα από το παράθυρο τα μικρά σπιτάκια με τα αυλιδάκια που διαδέχονταν το ένα το άλλο. Μου άρεσε το λεωφορείο, ανακατευόμαστε με κόσμο, και δεν είχε καμία σχέση με το πούλμαν που με πήγαινε σχολείο. Κάποια στιγμή πριν από λίγα χρόνια συνάντησα ένα τέτοιο λεωφορείο σε μία από τις οδοιπορίες μου στο Λύκαιο όρος και το απαθανάτισα. Στο τέρμα κατεβαίναμε για να σκαρφαλώσουμε στο σπίτι της. 

Η θεία μας υποδεχόταν χαμογελαστή και με κραυγές ενθουσιασμού.  Καθόμαστε σχεδόν πάντα στην αυλή κάτω από τον παχύ ίσκιο της μουσμουλιάς. Εκεί συναντούσα και τα ξαδέρφια μου, όπου παίζαμε διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια από φιδάκι έως μονόπολη. Όταν βγαίνανε τα μούσμουλα,  προς τα τέλη της άνοιξης, εμείς τα παιδιά τα κόβαμε τα βάζαμε σε ένα τσίγκινο ταψάκι και μετά τα πλέναμε στη βρύση της αυλής. H θεία Γεωργία τα συνόδευε πάντοτε με μια μεγάλη καράφα δροσερό νερό. 
Αργά το απόγευμα παίρναμε το δρόμο του γυρισμού. 
Η θεία μας συνόδευε μέχρι την έξοδο μ' ένα χάρτινο σακουλάκι γεμάτο μούσμουλα. Μούσμουλα: μικρά, στρογγυλά, λαμπερά, κιτρινοπορτοκαλιά, ζουμερά. Όταν μεγάλωσα και εξοικιώθηκα με τον κόσμο των βιταμινών έμαθα ότι περιέχουν βιταμίνες Α, C, φολικό οξύ, καθώς και ισχυρή δόση αντιοξειδωτικών. Από τότε μέχρι σήμερα όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, μπαίνω στις αυλές,τα κόβω και τις περισσότερες φορές τα τρώω επί τόπου. Λυκαβηττός, Μέγαρο Μουσικής, Σαλαμίνα, Καλαμάτα είναι τα μέρη που έχουν ακόμη μουσμουλιές. Γεμάτο αναμνήσεις η υπόξινη γεύση τους. Πολύτιμα δέντρα για την χαρτογράφηση των αθηναϊκών κήπων.

 Αυτό που με μαγεύει με τα μούσμουλα είναι το μακρύ ταξίδι τους από την Κίνα στην Αττική του 19ου αιώνα κι από εκεί στην αυλή της θείας Γεωργίας στη Μεταμόρφωση του Βύρωνα.




6/7/24

Οι αγριοφράουλες των βουνών

Αγριοφράουλες, το εκλεκτότερο καλοκαιρινό φρούτο για τον πεζοπόρο των βουνών. Μικροσκοπικές, με λαμπερό κόκκινο χρώμα, ζουμερές, με έντονο άρωμα και γλυκιά γεύση. Κρύβονται κάτω από μεγαλύτερους θάμνους ή ανάμεσα στο ψηλό παχύ χορτάρι. Μαίναλο, Άγραφα, Πίνδος, από τον Ιούνιο τις αναζητώ στα δάση τους, με τα έλατα, τα μαυρόπευκα και τους κέδρους. Εκεί που υπάρχει νερό και πηγαίνουν τα ζώα. Δίπλα από τις ροοκρήνες, που σταματώ για να ξαποστάσω και να ξεδιψάσω ή στα ρυάκια, κάτω από τις φτέρες. Δεν τις συλλέγω ποτέ, τις τρώω αμέσως γιατί δεν μπορώ να αντέξω στον πειρασμό. Τότε μου ξυπνούν παιδικές ακόμα και προγονικές μνήμες, για συναισθηματικές πληγές που ίσως είναι δικές μου, ίσως και όχι. Η γεύση τους με οδηγεί στη μητρική αγκαλιά και το χρώμα τους στα τραύματα που μου προκάλεσε ή εγώ προκάλεσα στην οικογένειά μου, αλλά και στις χαρές, στις απολαύσεις του στρωμένου τραπεζιού και των ψιθύρων του μεσημεριού στη βεράντα. 
Εχθές το βράδυ ονειρεύτηκα ότι ήμουν στην πατρίδα του Μπέργκμαν και έτρωγα αγριοφράουλες και όχι λωτούς. Κατάφερα να ξεφύγω από τη χώρα των Λωτοφάγων.




2/7/24

Οι μετανάστες της νύχτας

Από τις πρώτες νύχτες της άνοιξης στο χωριό.

Πέταξε η κουκουβάγια μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε κι έσβησε τα φώτα.   

Φρρ, φρρ,  προς το μπαλκόνι του σπιτιού. Το φτερούγισμά της το αισθάνομαι πάντα σαν καλωσόρισμα. Κάτι σαν ειδοποίηση για όλους αυτούς που κατοικούν αόρατοι εδώ και χρόνια σ' αυτό το κτήμα. Με περιμένει πάντα  στην ίδια θέση, στο ίδιο κλαρί, πάνω στο κυπαρίσσι.

Χρακ, χρακ, οι γάτες, μέσα στα χόρτα,διέκοψαν για λίγα λεπτά το κυνήγι και έφυγαν τρέχοντας προς τη ρεματιά. 

βρεκεκέξ-κουάξ-κουάξ, τα βατράχια ερωτοτροπούσαν δυνατά, εκκωφαντικά. Χορτασμένα από τα κουνούπια και τις πεταλούδες είχαν ξαπλώσει στο χορτάρι.

ουά, ουά, τα τσακάλια είχαν κατέβει στο ποτάμι για να αναζητήσουν τροφή και νερό, θρηνούσαν όλα μαζί σαν μωρά. 

τοκ, τοκ, τοκ, το κουνάβι, άνοιξα την πόρτα στο καλύβι και το άκουσα τα φεύγει από τη στέγη.  

βα, βα, βα, η πονηρή αλεπού με την φουντωτή ουρά θα προσπαθήσει να εισβάλλει στο κοτέτσι του γείτονα για ν' αρπάξει την όρνιθα.

Μπήκα στο καλύβι, άνοιξα τα παράθυρα.

σς, σς, δυο-τρεις πεταλούδες της νύχτας κατευθύνθηκαν προς το φως της λάμπας.

Ήταν αργά, πολύ αργά όταν έπεσα στο κρεβάτι για ύπνο. 

κλιγκ, γκλιιγκ, γκλιγγκ τα αηδόνια τραγουδούσαν. Το καθένα περιμένει τη σειρά του, αφού σταματήσει το προηγούμενο, με μικρές σιωπές μεταξύ τους.

Δεν θέλησα ποτέ να τα αναζητήσω,
μου αρκούσε που απολάμβανα αυτό το μοναδικό προνόμιο: το κελάηδημά τους.