Πρωί-πρωί μετά την καλοκαιριάτικη μπόρα, τα σαλιγκάρια ξεπρόβαλαν μέσα από την αραχνοΰφαντη θύρα τους και άρχισαν να περπατούν. Βγήκα στο δρόμο με το καλάθι για τις ελιές, ακολουθώντας το ταξίδι τους. Μεγάλα, καφετιά σαλιγκάρια, με ρίγες, με λαμπερές, σχεδόν διαφανείς κεραίες, γλιστρούσαν, χαράσσοντας υδάτινους δρόμους πάνω στα φύλα.
Θυμήθηκα τα μικρά, τρυφερά σαλιγκαράκια του περιβολιού στο σχολείο, που τα υιοθετούσα για πέντε-έξι ώρες και τα έβαζα σ' ένα μικρό κουτάκι με φύλλα για να τα παρατηρώ κατά τις ατέλειωτες ώρες της πλήξης μου μέσα στην τάξη. Δεν άκουγα τίποτα από τις παραδόσεις των μαθημάτων, χάιδευα επίμονα τις κεραίες των μικρών σαλιγκαριών ακολουθώντας τον ίδιο ρυθμό με το παλλόμενο στόμα τις δασκάλας.
Μπουρμπουριστά, γιαχνιστά, με σάλτσα σκόρδου και λεπτά αρώματα χορταρικών λατρεύω τα σαλιγκάρια.
- Θέλεις να τα φάς; θέλεις να τα απολαύσεις; Με τις άκρες των χειλιών σου, δίνε τους μικρά ρουφηχτά φιλάκια, έλεγε η γιαγιά μου για να μου δείξει πώς να ξεκολλάω τα σαλιγκάρια από το κέλυφός τους.
Τα πιο ζουμερά, τροφαντά, μυρωδάτα σαλιγκάρια τα μαγειρεύει η κυρία Ευθυμία, στο κυλικείο του Εργατικού Κέντρου στο Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι κλάσεις ανώτερα από αυτά στο φημισμένο εστιατόριο "Escargot Montorgueil", στην Halles του Παρισιού.
Τα πιο ζουμερά, τροφαντά, μυρωδάτα σαλιγκάρια τα μαγειρεύει η κυρία Ευθυμία, στο κυλικείο του Εργατικού Κέντρου στο Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι κλάσεις ανώτερα από αυτά στο φημισμένο εστιατόριο "Escargot Montorgueil", στην Halles του Παρισιού.
Η ζωή μου βασίζεται στην περιπλάνηση. Εξαρτάται απόλυτα από τη βαλίτσα μου. Μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα. Την εγκαταλείπω προσωρινά στο διάδρομο του διαμερίσματος στην Μαβίλη, στο διάδρομο αποσκευών του αεροδρομίου, στο μεγάλο δωμάτιο στο σπίτι του χωριού, στο σταθμό των ΚΤΕΛ.
Μια βροχερή καλοκαιριάτικη μέρα, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι του λεωφορείου συνειδητοποίησα ήμουν ότι κι εγώ είμαι "φερέοικος" σαν τα αγαπημένα μου σαλιγκάρια.