Φυσούσε για τρίτη μέρα ο λίβας, έκαιγε ο τόπος, σύριζαν τα σπαρτά στο χωράφι, λες κι' έπαιρναν φωτιά. Βγήκα από το σπίτι. Η Κλειώ ξωπίσω μου. Είδα τις σαύρες να τρέχουν να κρυφτούν κάτω από τις ποταμίσιες πέτρες. Άρπαξα την κόσα. Έσφιξα τα χείλη μου κι απόφάσισα να δοκιμάσω γι' άλλη μια φορά μήπως και τα καταφέρω να θερίσω το βίκο στο χωράφι μου. Είχα αποπειραθεί πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν κατάφερα.
Mε την κόσα στο χέρι . Αρχείο Τροφοσυλλέκτη |
Πάντα ζήλευα τους περαστικούς αλλοδαπούς εργάτες, που περνούσαν για να ζητήσουν δουλειά με την κόσα στον ώμο τους. Πάντα τους έμπαζα στο χωράφι για ένα μεροκάμματο. Άξιζε τον κόπο! Η απόλυτη αρμονία! Το σώμα τους καμπυλωνόταν, έπαιρνε το σχήμα της κόσας, λύγιζε σαν την κόσα, τα χέρια τους φαίνονταν ανάλαφρα, ενώ το κορμί τους κινούνταν από τη μέση και πάνω. Το κεφάλι έγερνε, σαν να αισθάνονταν τον αβάσταχτο πόνο των σπαρτών που ξεριζώνονταν απότομα, για να προσφέρουν τον "άρτον ημών τον επιούσιον" σ' εμάς τους ανθρώπους.
Από τη "λευκή κορδέλα" του Michael Haneke |
Με τα μάτια της ψυχής ακολούθησα τους ήρωές μου. Στεκόμουν στη σειρά, πίσω τους, και επαναλάμβανα τις κινήσεις τους. Το σώμα μου, σε πλήρη αρμονία με την ψυχή μου. Επιτέλους τα κατάφερα. Έβαλα την ψυχή μου. Σταμάτησα όταν ο ιδρώτας που έσταζε, μου θάμπωσε τα μάτια.