27/11/15

Η κόσα θέλει ψυχή

Φυσούσε για τρίτη μέρα ο λίβας, έκαιγε ο τόπος, σύριζαν τα σπαρτά στο χωράφι, λες κι' έπαιρναν φωτιά. Βγήκα από το σπίτι. Η Κλειώ ξωπίσω μου. Είδα τις  σαύρες να τρέχουν να κρυφτούν κάτω από τις ποταμίσιες πέτρες. Άρπαξα την κόσα. Έσφιξα τα χείλη μου κι απόφάσισα να δοκιμάσω γι' άλλη μια φορά μήπως και τα καταφέρω να θερίσω το βίκο στο χωράφι μου. Είχα αποπειραθεί πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν κατάφερα.
Mε την κόσα στο χέρι . Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
 Ένα από τα πρώτα πράγματα που σε διδάσκει η φύση είναι η απόλυτη πειθαρχία του σώματος και του νου. Η δύναμη πάει στράφι, όταν δεν μπορείς να δαμάσεις τους μύς σου με τη σκέψη σου. Δεν μπορείς να είσαι ένας αμέριμνος Οβελίξ όταν βγαίνεις για να συλλέξεις τους καρπούς της φύσης, να περιποιηθείς το χώμα, να βοηθήσεις τα δέντρα να ευδοκιμήσουν. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος, να παρατηρείς, να ακούς, να ισορροπείς το σώμα σου για να μην παραπατήσεις, να προστατεύεις τα χέρια σου από τα επικίνδυνα χόρτα, να ερμηνεύεις τα σημάδια της φύσης, τις πατημασιές των αγριόχοιρων, τα νυχτοπερπατήματα των λαγών στην πανσέληνο.
Πάντα ζήλευα τους περαστικούς αλλοδαπούς εργάτες, που περνούσαν για να ζητήσουν δουλειά με την κόσα στον ώμο τους. Πάντα τους έμπαζα στο χωράφι για ένα μεροκάμματο. Άξιζε τον κόπο! Η απόλυτη αρμονία! Το σώμα τους καμπυλωνόταν, έπαιρνε το σχήμα της κόσας, λύγιζε σαν την κόσα, τα χέρια τους φαίνονταν ανάλαφρα, ενώ το κορμί τους κινούνταν από τη μέση και πάνω. Το κεφάλι έγερνε, σαν να αισθάνονταν τον αβάσταχτο πόνο των σπαρτών που ξεριζώνονταν απότομα, για να προσφέρουν τον "άρτον ημών τον επιούσιον" σ' εμάς τους ανθρώπους.
Από τη "λευκή κορδέλα" του Michael Haneke
Έσφιξα την κόσα πάνω μου. Πήγα στη μέση του χωραφιού, κύταξα πάνω τον ουρανό. Ήταν θολός. Σκέφτηκα όλους αυτούς τους πίνακες των φλαμανδών ζωγράφων, του Pieter Brughel, των γάλλων ιμπρεσσιονιστών, του Julien Dupre με τους αγρότες που χειρίζονταν την κόσα με την άνεση ενός αριστοτέχνη χορευτή πάνω στην πίστα. Καρέ-καρέ περνούσαν από μπροστά μου οι σκηνές από το 1900 του Bernando Bertolucci, με τους γαιοκτήμονες-αριστοκράτες σε πρώτο πλάνο και τους αγρότες, οι σκηνές από τη λευκή κορδέλα του Michael Haneke με τους εκκολαπτόμενους φασίστες σε πρώτο πλάνο και τους αγρότες.  
Με τα μάτια της ψυχής ακολούθησα τους ήρωές μου. Στεκόμουν στη σειρά, πίσω τους, και επαναλάμβανα τις κινήσεις τους. Το σώμα μου, σε πλήρη αρμονία με την ψυχή μου. Επιτέλους τα κατάφερα. Έβαλα την ψυχή μου. Σταμάτησα όταν ο ιδρώτας που έσταζε, μου θάμπωσε τα μάτια.

23/11/15

Το μάζεμα της ελιάς στους δίσεκτους χρόνους

Όλη η Ελλάδα έχει ξεχυθεί για το μάζεμα της ελιάς.  Οι εργαζόμενοι των πόλεων, με τη χρεωστούμενη άδεια του καλοκαιριού, από την Ανατολή μέχρι τη Δύση του ήλιου μαζεύουν τις ελιές τους. Μόλις βγεις στους μικρούς δρόμους, η χαρακτηριστική καυστική μυρωδιά του λαδιού φωλιάζει στα ρουθούνια σου. Οι ελιόκαμποι είναι γεμάτοι από τα γέλια και τα χωρατά των ανθρώπων, θόρυβος, θόρυβος παντού. Και μετά στα σπίτια, στα τηλέφωνα, στο face book, ανταλλάσσονται συνταγές για την παρασκευή των βρώσιμων ελιών. 
Μάζεμα της ελιάς στο Βιδόνι Αρκαδίας,
Αρχείο Αργύρη Αντωνόπουλου
Εδώ και αρκετά χρόνια συλλέγω τις ελιές μου από τα εγκαταλελειμμένα δέντρα που κρύβονται στις ράχες των ηλιόλουστων αρκαδικών βουνών. Είναι πολλές οι ελιές, βρίσκονται κοντά στις σωρούς από τις πέτρες, τα απομεινάρια των οικισμών του 18ου-19ου αιώνα. Το μάζεμα για μένα είναι μια μοναχική εργασία. Μου αρέσει να περνάω το χτένι μου ανάμεσα στους καρπούς της ελιάς και να βλέπω τα φύλλα της σαν μικρά σπαθάκια να λαμπυρίζουν στον ήλιο. Και μετά στο σπίτι, τις βάζω στη μεγάλη γαλάζια πλαστική λεκάνη και τις πλένω με τη μάνικα του κήπου. Κι' όταν οι ελιές καθαριστούν, αποχωριστούν από το μίσχο και τα φυλλαράκια τους, γεμίζω τα κιούπια με τις εκλεκτές -αυτές που δεν τις έχει πλησιάσει το μουσούδι του δάκου- τις βάζω να κολυμπάνε στο νερό και ρίχνω και λίγο χοντρό αλάτι. Οι ελιές αργούν να γίνουν. Δεν βιάζομαι ποτέ. Στο πρώτο ανοιξιάτικο τραπέζι, οι εκλεκτοί καλεσμένοι μου τις δοκιμάζουν.
Οι φωνές ακούγονται από μακριά, τώρα που νυχτώνει, τα μηχανήματα στα λιοτρίβια αγκομαχούν, ο κόσμος βιάζεται να γυρίσει στο σπίτι του. Οι άνδρες -πρωτευουσιάνοι, αλλοδαποί, και ντόπιοι, όλοι ανεξαιρέτως θα συναντηθούν στο καφενείο για να πιουν το εκλεκτό "φλέρι" και να γευτούν το λιτό μεζέ. Οι γυναίκες θα μαζευτούν στα σπίτια για να γελάσουν. 

Η ιεροτελεστία θυμίζει άλλες εποχές. Η παλινδρόμηση του χρόνου της κρίσης. Το κατώφλι της αυτοκατανάλωσης το διαβαίνουν όλο και περισσότεροι σήμερα. 
Οικογένειες ολόκληρες, μικροί και μεγάλοι, ο καθένας συμμετέχει περήφανος στο μάζεμα της ελιάς,για να πάρει το μερτικό του, για να βγάλει τον επιούσιο με τον ιδρώτα του προσώπου του.
Ίσως στους δίσεκτους οι άνθρωποι να αγαπούν περισσότερο τη γη και να δένονται όλο και πιο πολύ μαζί της.

1/11/15

Οι δύο όψεις του φεγγαριού

Το φεγγάρι του φθινοπώρου στάθηκε ακριβώς δίπλα από τον Πύργο των Αθηνών. Ήταν σκληρό το φως του, καθώς ανταγωνιζόταν τη μεγάλη φωτεινή επιγραφή της "Interamerican". Βγήκα στο μπαλκόνι, τα μαβιά λουλούδια του δεντρολίβανου έλαμπαν στη νύχτα, μάζεψα μια χουφτίτσα και την έσφιξα στην παλάμη μου. Το φως του φεγγαριού ήταν σκληρό, διαπεραστικό, ερχόταν κατευθείαν από απέναντι, - διαπερνούσε τις κεραίες, που έτρεμαν σχεδόν σαν διαφανείς σωλήνες από τον αέρα μέσα στη νύχτα.
Αδείλιαστο το φεγγάρι της Αθήνας, που προκαλεί τους διασκεδαστές του Σαββατοκύριακο να ασχοληθούν μαζί του, καθώς αυτοί περνούν με τ' αυτοκίνητα, πεζοί και ποδηλάτες και δεν κοιτούν ποτέ προς τα πάνω στον ουρανό.
Το φεγγάρι στο αρκαδικό οροπέδιο, είναι παιχνιδιάρικο, τρέχει σαν τη σβούρα, παίζει με τα σκούρα σύννεφα, δεν πλησιάζει ποτέ το κόκκινο φως της ανεμογεννήτριας που αναβοσβήνει στο βουνό, πέρα προς τον Αναβρυτό. Λειτουργεί συμπληρωματικά φωτίζοντας το μονοπάτι απ' όπου αναμένεται να περάσει ο Δον Κιχώτης. Κοιτάζω πάντα από την αγαπημένη μου γωνιά στο χωράφι εναλλάξ πότε το φεγγάρι και πότε το φως της ανεμογεννήτριας και νομίζω ότι θα ακούσω τους αιώνιους καυγάδες του μυλωνά με τη μυλωνού, μαζί με τα πτερύγια του ανεμόμυλου που στρέφονται αδιάκοπα μέσα στο χρόνο
.