Μπορούσα να την ανταγωνιστώ σε όλα: στο ψάρεμα, στα μαθήματα, στο τρέξιμο, στα παραμύθια-τερατολογίες, σε όλα, εκτός από το κυνήγι με τις ξόβεργες.
Πετούσαν φωτιές τα μάτια της καθώς περιέγραφε τη διαδικασία. "Κόβω βλαστούς και όταν ξεραίνονται τους αλείφω με οξό, τους καρπούς ενός δέντρου που μας ήρθε από τα ξένα. Στο νησί λένε ότι το μετέφεραν οι Γενουάτες από την Κίνα. Ο οξός είναι μια πολύ ισχυρή κόλλα -καμμιά φορά τον ανακατεύω με μέλι και νερό. Έτσι γίνονται οι ξόβεργες. Τις βάζω πάνω στα δέντρα, στους θάμνους, σε κλαδιά στις όχθες του ποταμού, εκεί όπου θα περάσουν τα πουλιά. Μόλις το πουλάκι αγγίξει την ξόβεργα, αυτή κολλάει στο φτέρωμά του. Είναι αδύνατον να ξεφύγει. Τότε επεμβαίνω και το ξεκολλάω με μεγάλη μαεστρία για να μην το τραυματίσω".
Σταματούσε για λίγα δευτερόλεπτα και συνέχιζε με το βλέμμα στα κλουβιά με τα μικρά πουλάκια -καρδερίνες και φλώροι τα περισσότερα-,που κρέμονταν από τη μεγάλη βερυκοκιά του κήπου.
"Απολαμβάνουμε όλοι το κελάδημά τους το πρωί και το βράδυ λίγο πριν πέσει ο ήλιος". Ανατρίχιαζα, καθώς σκεφτόμουν το σπαραχτικό κελάδημα του πουλιού, με την καρδιά του να πάλλεται και με το ράμφος του να χτυπά τα κάγκελα.
"Καμμιά φορά τους βάζουμε και κανένα φρέσκο χορταράκι, έτσι κελαηδούν καλύτερα..."
Στο γυρισμό ο παππούς μου μου έδινε ψωμάκι για να ταΐσω τα χοντρά χρυσόψαρα στη λίμνη του κήπου του Προμπονά. Κι ελάφρυνα.