2/7/24

Οι μετανάστες της νύχτας

Από τις πρώτες νύχτες της άνοιξης στο χωριό.

Πέταξε η κουκουβάγια μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε κι έσβησε τα φώτα.   

Φρρ, φρρ,  προς το μπαλκόνι του σπιτιού. Το φτερούγισμά της το αισθάνομαι πάντα σαν καλωσόρισμα. Κάτι σαν ειδοποίηση για όλους αυτούς που κατοικούν αόρατοι εδώ και χρόνια σ' αυτό το κτήμα. Με περιμένει πάντα  στην ίδια θέση, στο ίδιο κλαρί, πάνω στο κυπαρίσσι.

Χρακ, χρακ, οι γάτες, μέσα στα χόρτα,διέκοψαν για λίγα λεπτά το κυνήγι και έφυγαν τρέχοντας προς τη ρεματιά. 

βρεκεκέξ-κουάξ-κουάξ, τα βατράχια ερωτοτροπούσαν δυνατά, εκκωφαντικά. Χορτασμένα από τα κουνούπια και τις πεταλούδες είχαν ξαπλώσει στο χορτάρι.

ουά, ουά, τα τσακάλια είχε κατέβει στο ποτάμι για να αναζητήσει τροφή και νερό, θρηνούσαν όλα μαζί. 

τοκ, τοκ, τοκ, το κουνάβι, άνοιξα την πόρτα στο καλύβι και το άκουσα τα φεύγει από τη στέγη.  

βα, βα, βα, η πονηρή αλεπού με την φουντωτή ουρά θα προσπαθήσει να εισβάλλει στο κοτέτσι του γείτονα για ν' αρπάξει την όρνιθα.

Μπήκα στο καλύβι, άνοιξα τα παράθυρα.

σς, σς, δυο-τρεις πεταλούδες της νύχτας κατευθύνθηκαν προς το φως της λάμπας.

Ήταν αργά, πολύ αργά όταν έπεσα στο κρεβάτι για ύπνο. 

κλιγκ, γκλιιγκ, γκλιγγκ τα αηδόνια τραγουδούσαν. Το καθένα περιμένει τη σειρά του, αφού σταματήσει το προηγούμενο, με μικρές σιωπές μεταξύ τους.

Δεν θέλησα ποτέ να τα αναζητήσω,
μου αρκούσε που απολάμβανα αυτό το μοναδικό προνόμιο: το κελάηδημά τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου