Η χθεσινή νύχτα στο αρκαδικό οροπέδιο ήταν περίεργη. Ο βοριάς αγκομαχούσε καθώς καταβρόχθιζε ένα-ένα τα φύλλα της βερυκοκιάς μας και το φεγγάρι με τις σκιές του σχεδίαζε μάγισσες και φωτιές στις κουρτίνες. Απέναντι το κάστρο της Καρύταινας δεν είχε ούτε ένα σύννεφο. Καλός οιωνός για την ημέρα που θα επακολουθούσε. Η νύχτα ήταν σιωπηλή, ούτε αλυχτίσματα σκυλιών, ούτε κλάμματα τσακαλιών.
Το πρωί ο πάγος είχε καλύψει όλο το κτήμα.
Ξυπνήσαμε, κάναμε καφέ, φορτώσαμε τα σακίδιά μας και αναχωρήσαμε για το Λύκαιο όρος. Τέλη Οκτώβρη και οι κυδωνιές εξακολουθούσαν να βαραίνουν από τα κυδώνια. Οι ροδιές ήταν γεμάτες ρόδια. Σταματήσαμε για καρύδια, δεν βρήκαμε τίποτα. Ρωτήσαμε στο μπακαλικάκι του μικρού χωριού. "Ήρθαν οι Ιταλοί και μας τα πήραν όλα -καρύδια και κάστανα, μεγάλα, μικρά, φορτώσαν και φύγανε, δώσανε καλές τιμές", μας δήλωσε η παχουλή ξανθιά με τα βαμένα μεγάλα νύχια, πωλήτρια. Προχωρήσαμε προς τον Άγιο Σύλλα, σταματήσαμε λίγο πιο πάνω. Εκεί στις πλαγιές, με τους αιωνόβιους δρυς. Βρήκαμε τους μανιταρώνες. Μανιτάρια όλων των ειδών, πορτοκαλί καμπανάκια, καφέ-πλατιά σαν ταψιά, άσπρα σκληρά, άσπρα μαλακά, καφέ πιτσιλωτά, μανιτάρια σαν αυτά που μάζευε η Χιονάτη, μανιτάρια μαύρα. Χωθήκαμε βαθιά στο βουνό, θέλαμε να φθάσουμε μέχρι τις όχθες του Αλφειού. Καθώς η Κλειώ πλησίαζε τους μεγάλους θάμνους, τρόμαζε με τα γαυγίσματά της τους κότσυφες κι αυτοί εγκατέλειπαν τις φωλιές τους. Η Κλειώ προχωρούσε με την μουσούδα της κολλημένη στο έδαφος, κάποια στιγμή άρχισε με μια απίστευτη ευδαιμονία να κυλιέται στη λάσπη. Ήθελε να καμουφλαριστεί, να απορροφήσει τη μυρωδιά τους.
Ναι, είχε περάσει το κοπάδι.
Το δάσος ανάστατο από τις πατημασιές των αγριόχοιρων. Είχαν ξυστει στους κορμούς των δρυών -το αγαπημένο τους παιχνίδι και γλεντούσαν για τα καλά, καθώς πλησίαζε η πανσέληνος. Τα βελανίδια σωρός, κείτονταν στο χώμα. Τα μανιτάρια μισοφαγωμένα, τσαλαπωτημένα, ανακατεμένα με χώμα.
Όλο το βράδυ έσκαβαν για μανιτάρια. Ρημάξανε τους μανιταρώνες.
Εκλεκτός μεζές!
Το πρωί ο πάγος είχε καλύψει όλο το κτήμα.
Ξυπνήσαμε, κάναμε καφέ, φορτώσαμε τα σακίδιά μας και αναχωρήσαμε για το Λύκαιο όρος. Τέλη Οκτώβρη και οι κυδωνιές εξακολουθούσαν να βαραίνουν από τα κυδώνια. Οι ροδιές ήταν γεμάτες ρόδια. Σταματήσαμε για καρύδια, δεν βρήκαμε τίποτα. Ρωτήσαμε στο μπακαλικάκι του μικρού χωριού. "Ήρθαν οι Ιταλοί και μας τα πήραν όλα -καρύδια και κάστανα, μεγάλα, μικρά, φορτώσαν και φύγανε, δώσανε καλές τιμές", μας δήλωσε η παχουλή ξανθιά με τα βαμένα μεγάλα νύχια, πωλήτρια. Προχωρήσαμε προς τον Άγιο Σύλλα, σταματήσαμε λίγο πιο πάνω. Εκεί στις πλαγιές, με τους αιωνόβιους δρυς. Βρήκαμε τους μανιταρώνες. Μανιτάρια όλων των ειδών, πορτοκαλί καμπανάκια, καφέ-πλατιά σαν ταψιά, άσπρα σκληρά, άσπρα μαλακά, καφέ πιτσιλωτά, μανιτάρια σαν αυτά που μάζευε η Χιονάτη, μανιτάρια μαύρα. Χωθήκαμε βαθιά στο βουνό, θέλαμε να φθάσουμε μέχρι τις όχθες του Αλφειού. Καθώς η Κλειώ πλησίαζε τους μεγάλους θάμνους, τρόμαζε με τα γαυγίσματά της τους κότσυφες κι αυτοί εγκατέλειπαν τις φωλιές τους. Η Κλειώ προχωρούσε με την μουσούδα της κολλημένη στο έδαφος, κάποια στιγμή άρχισε με μια απίστευτη ευδαιμονία να κυλιέται στη λάσπη. Ήθελε να καμουφλαριστεί, να απορροφήσει τη μυρωδιά τους.
Ναι, είχε περάσει το κοπάδι.
Το δάσος ανάστατο από τις πατημασιές των αγριόχοιρων. Είχαν ξυστει στους κορμούς των δρυών -το αγαπημένο τους παιχνίδι και γλεντούσαν για τα καλά, καθώς πλησίαζε η πανσέληνος. Τα βελανίδια σωρός, κείτονταν στο χώμα. Τα μανιτάρια μισοφαγωμένα, τσαλαπωτημένα, ανακατεμένα με χώμα.
Όλο το βράδυ έσκαβαν για μανιτάρια. Ρημάξανε τους μανιταρώνες.
Εκλεκτός μεζές!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου