15/5/16

Τα αηδόνια σημαδεύουν τις καλοκαιρινές νύχτες μου

Απόψε τη νύχτα τα αηδόνια κελαϊδούσαν στο ποτάμι, δίπλα στον πλάτανο, στις άκριες του σπιτιού μου. Το ρεπερτόριο πλούσιο, έτερπε και τον πιο απαιτητικό ακροατή. Τα αηδόνια σημαδεύουν τις καλοκαιρινές νύχτες μου. Οι παιδικές μνήμες επανέρχονται...
Κάποιο μεσημέρι εκεί,μέσα της 
δεκαετίας του '60, πάνω στο τραπέζι, ο πατέρας μου ξεδίπλωσε ένα μεγάλο κουτί. Εμείς, γύρω-γύρω με την μητέρα μου και τον αδερφό μου, σαστίσαμε όταν 
είδαμε ένα μαγνητόφωνο Grundig. Γυαλιστερό, ολοκαίνουργιο με τις δύο μπομπίνες του  άλλοτε να γυρίζουν αργά και άλλοτε ξέφρενα, καθώς εκείνος και μοναχά εκείνος χειριζόταν τα κουμπιά του. 
Πιστεύω ότι ο μοναδικός λόγος, που ο πατέρας μου αγόρασε τη συσκευή, ήταν για να μαγνητοφωνήσει τα αηδόνια του πατρικού σπιτιού του στο χωριό. Από τις αρχές του καλοκαιριού, όταν στήναμε το μεγάλο τραπέζι, με το άσπρο υφαντό τραπεζομάντηλο και μαζευόταν τριγύρω η μεγάλη οικογένεια, με τους αδερφούς, τις αδερφές του, τα ξαδέρφια μου -παιδάκια μικρά κι αυτά, τα αηδόνια κελαϊδούσαν σκεπάζοντας όλους τους θορύβους της νύχτας, ακόμη και τις φωνές μας. Δεν ήταν ανάγκη να κάνουμε ησυχία για να τ' ακούσουμε. Με ήχους ξεκάθαρους, μεταλλικούς, φρόντιζαν για την τέρψη μας. Μέτρα ίσως και χιλιόμετρα ταινίας είχε ξοδέψει ο πατέρας μου για να αποτυπώσει τα κελαϊδίσματά τους. Τα κυριακάτικα μεσημέρια στην Αθήνα, πριν την έλευση των φίλων και συγγενών για το γεύμα,  δεν παρέλειπε ποτέ, να ακούει κλεισμένος μόνος του, στο σαλόνι την αγαπημένη φωνή του στρουθιόμορφου πτηνού
 Ήταν μια απόλαυση που την κρατούσε αποκλειστικά για τον εαυτόν του.
Οι λεκέδες από το κόκκινο φλέρυ στο τραπεζομάντηλο, οι φωνές των αηδονιών και η μυρωδιά του κυριακάτικου ψητού, συνιστούν αποτυπώσεις της μνήμης.

Ο λαγός στην πανσέληνο

Πηδούσε ρυθμικά και που και που κοντοστεκόταν στα πίσω  πόδια  του, ανασηκώνοντας τα μακριά του αυτιά. Λαγός! Λαγός! φωνάξαμε μόλις τον είδαμε. Νύχτα με πανσέληνο, παρέα με την Αλεξάνδρα. 
Το αυτοκίνητο κυλούσε αργά-αρχά, σχεδόν αθόρυβα στους φιδιαστούς δρόμους των λόφων της Φαλαισίας. Απορροφημένες από την τεράστια φωτεινή πορτοκαλί μπάλα την ακολουθούσαμε προσπαθώντας να την φτάσουμε. Η προαιώνια, ακατανίκητη έλξη της πανσελήνου! Τα αυτιά του λαγού ήταν σε μια ευθεία γραμμή με τις αχτίνες του φεγγαριού. Σταματήσαμε απότομα.  Ήταν ένα μικρό σαστισμένο λαγουδάκι. Δεν φορούσα ποδιά και φιόγγο στα μαλλιά, δεν έμοιαζα με τη μικρή Αλίκη, δεν θα μπορούσα ποτέ να αγγίξω τον μικρό λαγό. Σβήσαμε τα φώτα και παρακαλούσαμε να φύγει, να εξαφανιστεί το δυνατόν γρηγορότερα. Ανάψαμε τα φώτα κι' ο λαγός ήταν ακόμη εκεί, ακίνητος, ασάλευτος, με το τρίχωμά του φουντωτό, ανασηκωμένο. Ξανασβήσαμε τα φώτα. Το βλέμμα μας στράφηκε στη γκρίζα γραμμή που σχημάτιζαν οι λόφοι. Αισθάνθηκα τρυφερότητα, ίσως και συμπόνοια για το λαγό, που τον είχε εγκαταλείψει έτσι άσπλαχνα η λαγουδίνα μαμά του - νύχτα και με πανσέληνο. Όταν ανάψαμε τα φώτα ξανά, ο λαγός δεν υπήρχε πουθενά. Μπορεί να ακολούθησε την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.

14/5/16

Κάπαρη, κρίταμο και αγροβιολέτες στους βράχους

Αρχές Μάη, ο ήλιος πύρωνε τους κάτασπρους βράχους. Είχαν γίνει σχεδόν λείοι, κοφτεροί, από τον άνεμο και το κύμα. Βράχοι σκόρπιοι στον απότομο γκρεμό, στην άκρη του κάμπου του Μαραθώνα. Ξεκινήσαμε για να συλλέξουμε κάπαρη με τη Χριστίνα και την Κλειώ, που ως σκύλος ιχνηλάτης, έχει γίνει πολύτιμη σε αυτά τα περιπετειώδη μονοπάτια προς αναζήτηση καρπών. Γουβιασμένη η κάπαρη στους βράχους και εμείς αγκιστρωνόμαστε για να τη συλλέξουμε. Στο λιγοστό χώμα η βλάστηση ήταν οργιώδης, μπλέκονταν οι καπαρώνες με το κρίταμο και τις αγριοβιολέτες. Μάζεψα το κρίταμο, το έβαλα στο σακίδιο. Να! το πρώτο μπουκέτο της χρονιάς. Έσκυψα και έκοψα ευλαβικά ένα λουλουδάκι από τις αγριοβιολέτας. Το κάρφωσα στο αυτί μου. Τα μαλλιά μου ατίθασα από το αγέρι, μπλέκονταν στα πέταλά της. Πηδούσαμε με την Χριστίνα σαν τα ερίφια, για να γαντζωθούμε και να κυρτώσουμε στη συνέχεια τα σώματά μας, σαν ευλύγιστα τόξα. Μαζεύαμε  ένα-ένα τα μπουμπούκια της κάπαρης. Κάπαρη πράσινη και κάπαρη κόκκινη, τραγανή, μυρωδιαστή, μας συνέπαιρνε το άρωμά της, καθώς τη βάζαμε στο σακουλάκι μας. Ο ιδρώτας, σταγόνα-σταγόνα κατέβαινε απότομα από τα φρύδια μου στα μάτια και με τύφλωνε όλο και πιο πολύ. Όλο και πιο πολύ η θάλασσα μας κατεύθυνε προς τον κόρφο του γκρεμού. Το τοπίο μας ρουφούσε.
Η Χριστίνα όρθωσε το σώμα της, κύταξε τον ήλιο κατάματα, άπλωσε τα χέρια της προς τον ουρανό. Αυτό είναι ευτυχία μουρμούρισε... Αυτό σημαίνει ελευθερία... σκέφθηκα.