13/4/15

Αντικρίζοντας τον Ταύγετο και τ' Αμπελάκια

Επιτέλους ξαναβρέθηκα ύστερα από πολύ καιρό στα αρκαδικά λιβάδια. Eπιτέλους ξανάρχισα να γράφω. Λες κι' οι αισθήσεις, η έμπνευση έχουν ανάγκη από τον αέρα της εξοχής. Ξεκινάω με το σκύλο μου, την Κλειώ, το κυνήγι της τροφής. 
Αναζωογονήθηκα, η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά αντικρίζοντας τις χιονισμένες κορφές του Ταϋγέτου, καθώς βάδιζα στην ύπαιθρο.
Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι και οι καμπάνες του επιτάφιου ηχούσαν στα γύρω χωριά. Απ' την κορυφή του λόφου φαίνονταν τ' Αμπελάκια. Γυάλιζε το μοναστήρι μέσα στον καταπράσινο ελαιώνα. Οι καλόγριες το λένε και το ξαναλένε, διηγούνται το θάμα: Όταν έπιασαν οι μεγάλες φωτιές, το 2007, προσεύχονταν και παρακαλούσαν θερμά τον Ύψιστο να σταματήσει τη θεομηνία. Πράγματι η φωτιά έγλειψε τους πρόποδες του βουνού και σταμάτησε εκεί που αρχίζει η ανηφόρα για το μοναστήρι. 
Πήρα από ψηλά το δρόμο, ανάμεσα στα λιβάδια για να κατέβω στο ποτάμι. Ήθελα να οσμιστώ τα σινάπια, τις καυκαλήθρες και τα μυρώνια. Ήθελα να γευτώ την πληθώρα των ραδικιών κατά μήκος του ρυακιού. Η Θοδώρα, η  φιλενάδα μου, πιστεύει ότι τα χόρτα πριν τα βάλεις στο καλάθι πρέπει να τα οσμιστείς και να τ' ακουμπήσεις στα χείλη σου, για να καταλάβεις αν πικρίζουν ή αν πιπερίζουν. Βρισκόμαστε στα μέσα του Απρίλη και τα χόρτα είναι ακόμα τραγανιστά, γεμάτο χυμούς από τις πολλές βροχές. Οι βρούβες είναι μπουμπουκιασμένες, δεν έχουν πετάξει ακόμα το κίτρινο λουλούδι τους. Απίστευτο χορταρικό το σινάπι με την πικάντικη και γεμάτη στιφάδα γεύση του, τρώγεται ολόκληρο, ο μίσχος, τα φύλλα και τα λουλούδια του.
Δεξιά μου ένα μικρό παρτέρι από κατακόκκινες ανεμώνες αντιστεκόταν σθεναρά στον βοριά. Στάθηκα και το φωτογράφησα. Κατόπιν έβγαλα τα σακουλάκια μου και το μαχαιράκι μου και ξεκίνησα το μάζεμα των χόρτων. Βρούβες, ραδίκια, σταμναγκάθια των ποταμών για τη σαλάτα. Τα σπαράγγια γύρω από τις ελιές ήταν ανέγγιχτα, τα έκοψα με προσοχή. 
Όσο πλησίαζα στο ποτάμι, τόσο περισσότερο έχωνε τα ρουθούνια της η Κλειώ μέσα στους θάμνους και στην άμμο. Παρατήρησα τις μεγάλες πατημασιές. Σίγουρα τα ξημερώματα θα 'χαν ξαποστάσει στις όχθες του τ' αγριογούρουνα. Μάζεψα λίγα καταπράσινα βλαστάρια θυμαριού.
 Ένα αυτοκίνητο κορνάριζε μέσ' τη σιγαλιά, έστρεψα το βλέμμα μου προς κει. Το αυτοκίνητο του μοναδικού ιερέα της περιοχής ανέβαινε αγκομαχώντας την ανηφόρα. Έπρεπε κάθε χωριό με τη σειρά του να βγάλει τον επιτάφιο στο προαύλιο κι αυτός έτρεχε από επιτάφιο σε επιτάφιο. Οι άνθρωποι τον περίμεναν με ανυπομονησία για να ψάλλουν τον νυμφίο που έρχεται... 
Πήρα το δρόμο του γυρισμού.
Το τραπέζι της Μεγάλης Παρασκευής ήταν απέριττο: πατάτες ψητές με κλωναράκια θυμάρι, τυλιγμένες στη λαδόκολλα, βρούβες βραστές με λάδι και λεμόνι, σαλάτα σταμναγκάθι και σπαράγγια στο φούρνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου