15/9/17

Ο Ελαιοδεντρίτης και οι τσίχλες

Ο ίδιος δεν θυμόταν πόσο χρόνων είναι. Εδώ και χρόνια έμενε σ' ένα μικρό καλύβι στα Κυπαρισσιακά όρη. Αυτός και το άλογό του. Θα μπορούσε να κυνηγάει αγριόχοιρους, αφού ήξερε πολύ καλά τα περάσματά τους ή να θερίζει με την κόσα του στα χωράφια και τους κήπους.  Εδώ και χρόνια έκανε την ίδια δουλειά: Μάζευε μικροσκοπικά βλαστάρια αγριελιάς που φύτρωναν στις πλαγιές τού βουνού, τα έχωνε σε τενεκέδες, κουβάδες λογιών λογιών, κι όταν αυτά ανασταίνονταν, τα μπόλιαζε και τα πουλούσε στα παζάρια, ενώ τα πολύ μικρά και ασθενικά τα δώριζε στους φτωχούς μεροκαματιάρηδες. 
Όλοι τον γνώριζαν τον γέρο,  τον φώναζαν  "Ελαιοδεντρίτη". Κανείς δεν βασανιζόταν για να μάθει το πραγματικό του όνομα.
Ο Ελαιοδεντρίτης ασκούσε ένα επάγγελμα που απαιτούσε τέχνη, ιδιαίτερες ικανότητες και υπομονή.
Οι πλαγιές των ορέων ήταν γεμάτο αγριελιές, κουμαριές ,σχίνα, μύρτα, διάσπαρτες συκιές και μικροσκοπικούς αμπελώνες. Στα ριζά τους κυριαρχούσαν οι μεγάλοι ελαιώνες, φημισμένοι από τα χρόνια της Ενετοκρατίας, για το λάδι τους -πρώτη ύλη- για τα σαπούνια εκλεκτής ποιότητας. Τα Κυπαρισσιακά όρη είναι ακόμη και τώρα ειδυλλιακός τόπος για τις τσίχλες. Τα πουλιά που κάθε χρόνο από τις αρχές του Οκτώβρη έρχονται κατά μεγάλα σμήνη στην Ελλάδα για να ξεχειμωνιάσουν ή περνούν για να καταλήξουν σε πιο θερμά κλίματα στην Αφρική.
Οι τσίχλες είναι λαίμαργες, καταπίνουν αμάσητες τις αγριελιές, και αφήνουν μέσω των περιττωμάτων τους  κουκούτσια. Κουκούτσια με φυσικό λίπασμα, υγρό χώμα, ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη της αγριελιάς. 
Ο Ελαιοδεντρίτης γνώριζε πολύ καλά κάθε κλαδάκι, κάθε ψηλό θάμνο, που κούρνιαζαν οι τσίχλες στη δύση του ήλιου, στριμωγμένες η μια δίπλα στην άλλη, για να προστατευθούν από το κρύο κι από τα αγρίμια του βουνού -αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια. Εκεί τριγύρω, πάνω στο έδαφος ο Ελαιοδεντρίτης έβρισκε τις πιο πολλές κουτσουλιές, που ήταν ανακατεμένες με κουκούτσια. Κάποια από αυτά πετούσαν βλαστάρια.  Ακούραστος, σαν το ξωτικό όλο το χειμώνα, ανεβοκατέβαινε τις πλαγιές, πέρα δώθε,  παρακολουθώντας τις τσίχλες. 
Την άνοιξη άρχιζε η συλλογή των βλασταριών. Στο ντορβά του είχε κουρέλια από τα τσουβάλια της σταφίδας. Τα προμηθευόταν από τα Φιλιατρά. Οι ίδιες κινήσεις, η ίδια ιεροτελεστία. Έσκυβε στη γη, αργά προσεκτικά έσκαβε με τα ροζιασμένα χέρια του για να αποχωρίσει το κάθε βλαστάρι από τη μάνα-γη, στη συνέχεια το τύλιγε γύρω γύρω με το κουρέλι και τέλος το εναπόθετε ευλαβικά στο καλάθι.
Τα βλαστάρια αναπτύσσονταν,  μπολιάζονταν για να γίνουν ελιές στον υποτυπώδη αυλόγυρο του καλυβιού του.
Ένας φυσικός φράχτης από αγριοελιές προστάτευε το καλύβι του.
Στα παζάρια, ο Ελαιοδεντρίτης, είχε πάντα εκεί που καθόταν, μπροστά του, πάνω σε έναν αναποδογυρισμένο ντενεκέ ένα βαθύ τσαγκανισμένο πιάτο γεμάτο λάδι με τη στάμπα ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Οι καλοί πελάτες βουτούσαν το δείχτη του χεριού τους μέσα και στο λάδι και στη συνέχεια έφερναν το δάχτυλο στο στόμα τους και το πιπίλαγαν βουλιμικά. Όλοι, ανεξαιρέτως, ισχυρίζονταν ότι ήταν το εκλεκτότερο λάδι που είχαν δοκιμάσει. Κανείς, όμως, δεν ήξερε το μυστικό του:
λάδι, από τις αγριελιές του.
Με τα χέρια του και με τον ιδρώτα του μάζευε έναν έναν τους καρπούς της. Οι καρποί της αγριελιάς δεν πέφτουν ποτέ στο χώμα.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου