6/7/24

Οι αγριοφράουλες των βουνών

Αγριοφράουλες, το εκλεκτότερο καλοκαιρινό φρούτο για τον πεζοπόρο των βουνών. Μικροσκοπικές, με λαμπερό κόκκινο χρώμα, ζουμερές, με έντονο άρωμα και γλυκιά γεύση. Κρύβονται κάτω από μεγαλύτερους θάμνους ή ανάμεσα στο ψηλό παχύ χορτάρι. Μαίναλο, Άγραφα, Πίνδος, από τον Ιούνιο τις αναζητώ στα δάση τους, με τα έλατα, τα μαυρόπευκα και τους κέδρους. Εκεί που υπάρχει νερό και πηγαίνουν τα ζώα. Δίπλα από τις ροοκρήνες, που σταματώ για να ξαποστάσω και να ξεδιψάσω ή στα ρυάκια, κάτω από τις φτέρες. Δεν τις συλλέγω ποτέ, τις τρώω αμέσως γιατί δεν μπορώ να αντέξω στον πειρασμό. Τότε μου ξυπνούν παιδικές ακόμα και προγονικές μνήμες, για συναισθηματικές πληγές που ίσως είναι δικές μου, ίσως και όχι. Η γεύση τους με οδηγεί στη μητρική αγκαλιά και το χρώμα τους στα τραύματα που μου προκάλεσε ή εγώ προκάλεσα στην οικογένειά μου, αλλά και στις χαρές, στις απολαύσεις του στρωμένου τραπεζιού και των ψιθύρων του μεσημεριού στη βεράντα. 
Εχθές το βράδυ ονειρεύτηκα ότι ήμουν στην πατρίδα του Μπέργκμαν και έτρωγα αγριοφράουλες και όχι λωτούς. Κατάφερα να ξεφύγω από τη χώρα των Λωτοφάγων.




2/7/24

Οι μετανάστες της νύχτας

Από τις πρώτες νύχτες της άνοιξης στο χωριό.

Πέταξε η κουκουβάγια μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε κι έσβησε τα φώτα.   

Φρρ, φρρ,  προς το μπαλκόνι του σπιτιού. Το φτερούγισμά της το αισθάνομαι πάντα σαν καλωσόρισμα. Κάτι σαν ειδοποίηση για όλους αυτούς που κατοικούν αόρατοι εδώ και χρόνια σ' αυτό το κτήμα. Με περιμένει πάντα  στην ίδια θέση, στο ίδιο κλαρί, πάνω στο κυπαρίσσι.

Χρακ, χρακ, οι γάτες, μέσα στα χόρτα,διέκοψαν για λίγα λεπτά το κυνήγι και έφυγαν τρέχοντας προς τη ρεματιά. 

βρεκεκέξ-κουάξ-κουάξ, τα βατράχια ερωτοτροπούσαν δυνατά, εκκωφαντικά. Χορτασμένα από τα κουνούπια και τις πεταλούδες είχαν ξαπλώσει στο χορτάρι.

ουά, ουά, τα τσακάλια είχε κατέβει στο ποτάμι για να αναζητήσει τροφή και νερό, θρηνούσαν όλα μαζί. 

τοκ, τοκ, τοκ, το κουνάβι, άνοιξα την πόρτα στο καλύβι και το άκουσα τα φεύγει από τη στέγη.  

βα, βα, βα, η πονηρή αλεπού με την φουντωτή ουρά θα προσπαθήσει να εισβάλλει στο κοτέτσι του γείτονα για ν' αρπάξει την όρνιθα.

Μπήκα στο καλύβι, άνοιξα τα παράθυρα.

σς, σς, δυο-τρεις πεταλούδες της νύχτας κατευθύνθηκαν προς το φως της λάμπας.

Ήταν αργά, πολύ αργά όταν έπεσα στο κρεβάτι για ύπνο. 

κλιγκ, γκλιιγκ, γκλιγγκ τα αηδόνια τραγουδούσαν. Το καθένα περιμένει τη σειρά του, αφού σταματήσει το προηγούμενο, με μικρές σιωπές μεταξύ τους.

Δεν θέλησα ποτέ να τα αναζητήσω,
μου αρκούσε που απολάμβανα αυτό το μοναδικό προνόμιο: το κελάηδημά τους.


Φωτιά!

Φωτιά άρχισε να κυκλώνει το σπίτι των Σπετσών. Ο ουρανός ήταν γκρίζος με πυκνά σύννεφα μαύρα. Η εκκλησία του προφήτη Ηλία, μακριά, έλαμπε από τις φλόγες. Και η φωτιά άρχισε να κατεβαίνει από την Άγια Άννα, προς το μικρό σπιτάκι του ερημήτη και έζωσε τα κτήματα της Μπουμπουλίνας. Με σμιχτά φρύδια, γεμάτο οργή, η κυρά των Σπετσών παρακολουθούσε το θέαμα. Σκοτάδι πυκνό, φωνές παιδιών και γερόντων που παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία στον Άη Γιάννη. Μα ήταν πρωί, απόγευμα, βράδι; δεν μπορούσα να καταλάβω.

Άρπαξα την Αμαζόνα, το μπλε Volvo του πατέρα μου και μπήκα στην βοτσαλωτή είσοδο του σπιτιού μας. Η μητέρα μου έστεκε ατάραχη, χαμογελαστή, με μαύρα γυαλιά πάνω στο αμαξάκι του κυρ-Μανόλη. Ήμουν μόνη. Μπήκα γρήγορα στο δωμάτιό μου. Πίσω από την πόρτα ήταν η απόχη μου, δώρο του παππού μου από την Πανελλήνια αγορά, τη βούτηξα γρήγορα.  Άνοιξα τον κωμό και πήρα την ξύλινη κασετίνα του με τα σύνεργα ψαρικής, αγκίστρια, φελούς, βαρύδια... Στο πάνω  συρτάρι βρήκα παλιά εγχειρίδια γεωπονικής και μελισσομίας. Είχε αφήσει μέσα εκεί και το πιστόλι του, που έριχνε πυροτεχνήματα στην εορτή της Παναγιάς της Αρμάτας.  Θα επιστρέψει ο παππούς και θα το γυρεύει σκέφτηκα. Δεν το πείραξα. Πεταμένο σε μια άκρη στη γωνία του δωματίου, ήταν το καπέλο του μελισσοκόμου. Το φόρεσα αμέσως, μέσα στον πανικό μου, κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα.

Άφησα ορθάνοιχτες τις πόρτες κι έφυγα με την "Αμαζόνα" για πάντα, χωρίς να χαιρετήσω, χωρίς να κοιτάξω πίσω.

Ξύπνησα στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, κάθιδρη. Ήμουν στην Αθήνα, στο σπίτι μου στη Μαβίλη. Έβγαλα από το χρονοντούλαπο την εικόνα του σπιτιού των Σπετσών, με τους γονείς μου μπροστά. Οφείλω να ομολογήσω ότι ο πατέρας μου, στο διάστημα των τριών μηνών που περνούσαμε εκεί τα καλοκαίρια, μας επισκεπτόταν σπανιότατα.