2/7/24

Φωτιά!

Φωτιά άρχισε να κυκλώνει το σπίτι των Σπετσών. Ο ουρανός ήταν γκρίζος με πυκνά σύννεφα μαύρα. Η εκκλησία του προφήτη Ηλία, μακριά, έλαμπε από τις φλόγες. Και η φωτιά άρχισε να κατεβαίνει από την Άγια Άννα, προς το μικρό σπιτάκι του ερημήτη και έζωσε τα κτήματα της Μπουμπουλίνας. Με σμιχτά φρύδια, γεμάτο οργή, η κυρά των Σπετσών παρακολουθούσε το θέαμα. Σκοτάδι πυκνό, φωνές παιδιών και γερόντων που παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία στον Άη Γιάννη. Μα ήταν πρωί, απόγευμα, βράδι; δεν μπορούσα να καταλάβω.

Άρπαξα την Αμαζόνα, το μπλε Volvo του πατέρα μου και μπήκα στην βοτσαλωτή είσοδο του σπιτιού μας. Η μητέρα μου έστεκε ατάραχη, χαμογελαστή, με μαύρα γυαλιά πάνω στο αμαξάκι του κυρ-Μανόλη. Ήμουν μόνη. Μπήκα γρήγορα στο δωμάτιό μου. Πίσω από την πόρτα ήταν η απόχη μου, δώρο του παππού μου από την Πανελλήνια αγορά, τη βούτηξα γρήγορα.  Άνοιξα τον κωμό και πήρα την ξύλινη κασετίνα του με τα σύνεργα ψαρικής, αγκίστρια, φελούς, βαρύδια... Στο πάνω  συρτάρι βρήκα παλιά εγχειρίδια γεωπονικής και μελισσομίας. Είχε αφήσει μέσα εκεί και το πιστόλι του, που έριχνε πυροτεχνήματα στην εορτή της Παναγιάς της Αρμάτας.  Θα επιστρέψει ο παππούς και θα το γυρεύει σκέφτηκα. Δεν το πείραξα. Πεταμένο σε μια άκρη στη γωνία του δωματίου, ήταν το καπέλο του μελισσοκόμου. Το φόρεσα αμέσως, μέσα στον πανικό μου, κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα.

Άφησα ορθάνοιχτες τις πόρτες κι έφυγα με την "Αμαζόνα" για πάντα, χωρίς να χαιρετήσω, χωρίς να κοιτάξω πίσω.

Ξύπνησα στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, κάθιδρη. Ήμουν στην Αθήνα, στο σπίτι μου στη Μαβίλη. Έβγαλα από το χρονοντούλαπο την εικόνα του σπιτιού των Σπετσών, με τους γονείς μου μπροστά. Οφείλω να ομολογήσω ότι ο πατέρας μου, στο διάστημα των τριών μηνών που περνούσαμε εκεί τα καλοκαίρια, μας επισκεπτόταν σπανιότατα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου