Άρπαξα την Αμαζόνα, το μπλε Volvo του πατέρα μου και μπήκα στην βοτσαλωτή είσοδο του σπιτιού μας. Η μητέρα μου έστεκε ατάραχη, χαμογελαστή, με μαύρα γυαλιά πάνω στο αμαξάκι του κυρ-Μανόλη. Ήμουν μόνη. Μπήκα γρήγορα στο δωμάτιό μου. Πίσω από την πόρτα ήταν η απόχη μου, δώρο του παππού μου από την Πανελλήνια αγορά, τη βούτηξα γρήγορα. Άνοιξα τον κωμό και πήρα την ξύλινη κασετίνα του με τα σύνεργα ψαρικής, αγκίστρια, φελούς, βαρύδια... Στο πάνω συρτάρι βρήκα παλιά εγχειρίδια γεωπονικής και μελισσομίας. Είχε αφήσει μέσα εκεί και το πιστόλι του, που έριχνε πυροτεχνήματα στην εορτή της Παναγιάς της Αρμάτας. Θα επιστρέψει ο παππούς και θα το γυρεύει σκέφτηκα. Δεν το πείραξα. Πεταμένο σε μια άκρη στη γωνία του δωματίου, ήταν το καπέλο του μελισσοκόμου. Το φόρεσα αμέσως, μέσα στον πανικό μου, κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα.
Άφησα ορθάνοιχτες τις πόρτες κι έφυγα με την "Αμαζόνα" για πάντα, χωρίς να χαιρετήσω, χωρίς να κοιτάξω πίσω.
Ξύπνησα στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, κάθιδρη. Ήμουν στην Αθήνα, στο σπίτι μου στη Μαβίλη. Έβγαλα από το χρονοντούλαπο την εικόνα του σπιτιού των Σπετσών, με τους γονείς μου μπροστά. Οφείλω να ομολογήσω ότι ο πατέρας μου, στο διάστημα των τριών μηνών που περνούσαμε εκεί τα καλοκαίρια, μας επισκεπτόταν σπανιότατα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου