Η Νικόπολη, η ρωμαϊκή πόλη στην είσοδο της Πρέβεζας, για πολλά χρόνια τροφοδοτούσε το φαντασιακό μου σύμπαν. Οι παιδικές μνήμες μου συγχέονταν με τις ρωμαϊκές τριήρεις της ναυμαχίας του Ακτίου, τον αλλόφρονα έρωτα του Μάρκου Αντώνιου για την Κλεοπάτρα, τα κύμβαλα, τις άρπες και τις ρωμαίες πατρικίες.
Οι γευσιγνωστικές μου περιπέτειες στην περιοχή δεν μου άφηναν ποτέ παραπανίσιο χρόνο για περιηγήσεις. Η κουζίνα θαλασσινών της Πρέβεζας είναι ανυπέρβλητη. Ούτε ο Τζέιμς Μποντ, δεν στάθηκε ασυγκίνητος από τις γευστικές ηδονές της πόλης. Οι χυμώδεις γαρίδες της, στην κινηματογραφική ταινία "Για τα μάτια σου μόνο", αποτελούν ένα από τα εκλεκτότερα εδέσματα για τον κοσμοπολίτη πράκτορα με τα εκλεπτυσμένα γούστα.
Κάθε φορά που επισκέπτομαι την πόλη, αφήνω βιαστικά τη βαλίτσα στο λιτό δωμάτιο του ξενοδοχείου και χώνομαι στο κέντρο της πόλης, στα μικρά ταβερνεία, στα ουζάδικα και στα μεζεδοπωλεία. Ακολουθώ πάντα την ίδια ιεροτελεστία, διαλέγω τραπέζι και κατευθύνομαι με θράσος προς το μαγειρείο. Χάνομαι μέσα στα σύννεφα του καπνού και στους θορύβους από τα τσοκανίσματα των πιατικών, που συσσωρεύονται στο νεροχύτη και πάνω στους πάγκους.
Παρατηρώ τον ιδρώτα που αυλακώνει το μέτωπο της μεσόκοπης γυναίκας, που ρίχνει σε νερό που κοχλάζει -αρωματισμένο με δαφνόφυλλα- τις ραντισμένες με ξύδι μικροσκοπικές γαριδούλες. Προσπαθώ να μαντέψω το είδος των αλευρωμένων ψαριών που χρυσίζουν στο μαντεμένιο τηγάνι. Εκεί, τσουρουφλίζονται όλων των ειδών τα ψάρια που τρώγονται μαζί με το κόκαλο: σπάροι, γύλοι, πέρκες, χάνοι, γαύροι. Ερεθίζονται τα θηλίδια της γεύσης μου από τις γυαλιστερές και τα κυδώνια, που βυθίζονται στο άσπρο κρασί για να μαγειρευτούν. Και όταν προχωρώ προς το προαύλιο, τα πλοκάμια του χταποδιού στην αυτοσχέδια σχάρα μου θυμίζουν τη Μέδουσα, αδερφή του Μ. Αλέξανδρου. Σε μια πλαστική λεκάνη γεμάτη νερό οι σαρδέλες ασημιζουν. Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν έχω γευτεί αυτές τις καραμελωμένες μικρές σουπιές, με τα απόκρυφα ζουμιά που περιλούζουν τη σάρκα τους κάθε φορά που σχίζονται από το μαχαίρι μου.
Ύστερα από πολλά χρόνια, αργά το απόγευμα, πέρασα τα τείχη της Νικόπολης, και ακολούθησα το δυτικό μονοπάτι της πόλης, αυτό που οδηγεί στα παράλια του Αμβρακικού. Ξαφνιάστηκα, όταν πλησίασα: θρυμματισμένα όστρακα σαν κόκκοι άμμου δημιουργούσαν την πιο παράξενη παραλία που είχα δει ποτέ. Μάζεψα δυο τρεις χούφτες ως ενθύμιο της περιήγησής μου. Η βάρκα του Βαγγέλη, του ψαρά, που η μάνα του κατασκευάζει το πιο πικάντικο, το πιο βελούδινο στη γεύση αυγοτάραχο πλησίαζε. Θα πηγαίναμε σπίτι του, θα καθόμαστε στην αυλή, θα δοκιμάζαμε αυγοτάραχο νέας εσοδείας. Πάλι το ιώδιο θα έφτανε μέχρι τα μηνίγγια μου, πάλι το κεντρί της αρχαίας μέλισσας θα μούδιαζε τον ουρανίσκο μου.
Στο σακίδιό μου υπήρχε ένα μπουκάλι κεφαλονίτικης ρομπόλας, ιδανικός σύντροφος γι' αυτή την εκλεκτή λιχουδιά.