16/8/15

Με κιτρολέμονα της Μεσογείου: Τάρτα με κρέμα λεμόνι της Μελισσάνθης

Οι πρώτες μνήμες μου είναι κίτρινες. Αναδύονται από το περιβόλι των εσπεριδοειδών του σπιτιού μας, στις Σπέτσες. Περγαμόντα, φράπες, κιτρολέμονα, φρούτα που αγγίζουν με την όξινη γεύση και το διαπεραστικό άρωμα τα όρια της αισθητήριας αντοχής. Το αγαπημένο μου επιδόρπιο ήταν φέτες από τις φλούδες των κιτρολέμονων. 
Tάρτα με κρέμα λεμόνι και παγωτό βανίλια
Αρχείο Μελισσάνθης Σαλίμπα
Ο ασημένιος δίσκος με την κανάτα γεμάτη από δροσερό νερό, με το άσπρο πορσελάνινο μπόλ με τη ζάχαρη και με το άσπρο πορσελάνινο πιάτο υπερ-στολισμένο με φλούδες κιτρολέμονων  κατέφθανε ως επιστέγασμα των καλοκαιρινών γευμάτων επάνω στο λευκό αλέκιαστο τραπεζομάντηλο.  
Βουτούσαμε τις φλούδες στη ζάχαρη, και τις τρώγαμε αργά-αργά, αφού πρώτα εναποθέταμε μερικούς ζαχαρένιους κρυστάλλους στα χείλη μας. Είχαμε μάθει να ξεχωρίζουμε τα κιτρολέμονα που είναι τα μεγάλα, χοντρόφλουδα λεμόνια, από τα λεπτόφλουδα που ήταν γεμάτο χυμούς, που στίβονταν για τις περίφημες καλοκαιριάτικες λεμονάδες. Τις απολαμβάναμε τα βράδυα, στην αυλή με τη στέρνα, παρακολουθώντας τις χολιγουντιανές ταινίες που πρόβαλε  ο παππούς μου με την κινηματογραφική του μηχανή πάνω στο λευκό παλιό σεντόνι.

Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα, κι όταν μου πρότεινε η Μελισσάνθη να παρασκευάσει τάρτα με κρέμα λεμόνι (Lemon Curd Tart) ως επιδόρπιο για το γεύμα, ενθουσιάστηκα. Δεν έχασα καθόλου χρόνο. Περπάτησα μέχρι το εγκαταλελειμμένο περιβόλι στους πρόποδες του Υμηττού, παραβίασα τη ξύλινη πόρτα και έκοψα μερικά λεμόνια για την τάρτα. 
Θα σας συμβούλευα να μην επιχειρήσετε να φτιάξετε αυτή την τάρτα, αν προηγουμένως δεν εξασφαλίσετε λεμόνια από κήπο. Τα λεμόνια του εμπορίου είναι κερωμένα, και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Η τάρτα ήταν υπέροχη. Η Μελισσάνθη, όπως πάντα επέμενε στο άψογο σερβίρισμα. Έκοψε με μεγάλη προσοχή την τάρτα και τοποθέτησε το κάθε κομμάτι, δίπλα σε μια μπάλα από παγωτό βανίλια σε πιάτα από πορσελάνη Βαϊμάρης. 
Η ευεξία, η εφορία και η ενέργεια που μας χάρισε η τάρτα με κρέμα λεμόνι διατηρήθηκαν μέχρι και μετά τα μεσάνυχτα.


14/8/15

Οκτώ χρόνια μετά τη μεγάλη φωτιά

Στάχτη και μπούρμπερη το κτήμα μας μετά τη μεγάλη φωτιά, το καλοκαίρι του 2008.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή. Τα δέντρα που φυτέψαμε στο περιβόλι την πρώτη άνοιξη μετά την καταστροφή κράτησαν τα άνθη τους. Η μηλιά "Πιλάφα", η αχλαδιά, οι συκιές, η καρυδιά έβγαλαν καρπούς.
Σκέπτομαι όσους θέλουν να φύγουν από την πόλη για να πάνε να γίνουν αγρότες στην ύπαιθρο. Είναιανυποψίαστοι για το πόσος χρόνος, πόσος κόπος και φροντίδα χρειάζονται για να δώσουν τα δέντρα.
Στον κήπο ευτυχώς οι ροδιές επέζησαν και εξακολουθούν κάθε χρόνο να βγάζουν κόκκινα μικρά ρόδια. Η μουσμουλιά και οι βερικοκιές, ευάλωτες στις μεγάλες καιρικές μεταπτώσεις άλλοτε καρπίζουν και άλλοτε μένουν στέρφες.

13/8/15

Στους καταρράκτες του Βρόντου

Στους καταρράκτες του Βρόντου,
Αρχείο Θ. Σαλίμπα

Άρχισε να φυσάει λίβας στα καμποχώραφα. Κοίταξα πέρα μακρυά και είδα το κορφοβούνι της Καρύταινας να αργοσαλεύει μέσα στην αχλή του ορίζοντα.
Αποφασίσαμε να μετακινηθούμε για μέρη δασωτά και δροσερά. Επιτέλους θα αναζητήσουμε τα μονοπάτια του θεού Πάνα και τους τόπους των ξωτικών.  


Στους καταρράκτες του Βρόντου,
Αρχείο Θ. Σαλίμπα
Πήραμε το αυτοκίνητο, σταθήκαμε για λίγο στη συμβολή του Λούσιου με τον Αλφειό, κοντά στη βυζαντινή γέφυρα της Καρύταινας, εκεί που ο Κολοκοτρώνης έβαψε με αίμα και τους δύο ποταμούς και κατευθυνθήκαμε προς την Ανδρίτσαινα. Η ανάβαση στο Λύκαιο όρος είχε αρχίσει. Μόλις φτάσαμε στο Κάτω Κοτύλιο, σ' ένα χωριό στις  με πηγές και ρέματα, ο ήλιος έπαψε να μας μαστιγώνει ανελέητα. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό στρίψαμε δεξιά με κατεύθυνση  τον καταρράκτη του Βρόντου, έναν από τους παραπόταμους του Λούσιου. Ο δρόμος είναι φιδωτός και στενός, δεξιά-αριστερά, γκορτσές, συκιές, αχλαδιές, ελιές, μουριές, βατσινιές. Εγκαταλείψαμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με τα σακίδια στην πλάτη την πεζοπορία για τον καταρράκτη. Οι φυλλωσιές είναι πυκνές, τα πανύψηλα πλατάνια μπλέκονται μεταξύ τους με  γιρλάντες από τους κισσούς. Οι αιωνόβιες δρύες, μόλις που αφήνουν να περάσουν κάποιες ακτίνες του ήλιου. Μικρές και μεγάλες πεταλούδες, πράσινες και μπλε λιβελούλες, όλων των ειδών τα κολεόπτερα πετάνε γύρω μας. Το χώμα είναι υγρό και γλιστερό, τα βρύα καλύπτουν τα κλαδιά των δέντρων. Κάπου εδώ κοντά θα χοροπηδάει ο τραγοπόδαρος θεός και θα μας κοροϊδεύει. Σκέφτομαι τις νύμφες με τα αραχνούφαντα πέπλα τους, τα ξωτικά με τα διάφανα πτερά τους και εμάς τους ιερόσυλους ταξιδιώτες με τα άκομψα παντελόνια και τα αθλητικά παπούτσια. Φθάνουμε στον καταρράκτη, ο θόρυβος του νερού είναι εκκωφαντικός. Εγκαταλείπουμε τα ρούχα μας και κολυμπάμε γυμνοί
 στη γούρνα, προς το σημείο που πέφτει ο μεγάλος καταρράκτης. Δροσιζόμαστε, γελάμε, οι φωνές μας ακούγονται απόκοσμες, προκαλούμε τον Πάνα, τις νύμφες, τα ξωτικά. Το νερόφιδο εξαφανίζεται. Μικρά κόκκινα καβουράκια ξεπροβάλλουν από τους υγρούς βράχους. Βουτάμε μέσα στο νερό, με μια ανείπωτη ευτυχία. Ο χρόνος σταματά να κυλά. Ο αρκαδικός παράδεισος αποκαλύφθηκε.




Το πέρασμα της νύχτας

Χειμώνα-καλοκαίρι, το απόγευμα, οι ίδιες καθημερινές κινήσεις σφραγίζουν την επιστροφή μου στο σπίτι. Τακτοποιώ τη σοδειά της μέρας. Ξεχωρίζω τα χόρτα για βράσιμο από αυτά για τις πίτες και τα τσιγαριστά, και τα ξεπλένω στις μεγάλες πλαστικές λεκάνες με νερό, στον κήπο. Βάζω τους καρπούς στα τελάρα. Πηγαίνω τα καλάθια στο καλύβι. Καθαρίζω τα μαχαιράκια και τα ψαλίδια, τακτοποιώ τους σπάγγους και τα σακουλάκια. Βουρτσίζω την Κλειώ, που δεν βιάζεται ποτέ να τρυπώσει στο σπίτι. Της αρέσει να σκάβει στον κήπο μικρά λαγουμάκια, να ξετρυπώνει παλιά κόκαλα, να φοβίζει με τα γαβγίσματά της τους περαστικούς σκατζόχοιρους, να σπάζει το κέλυφος των μεγάλων σαλιγκαριών. Ένα απόγευμα κατάφερε κι έπιασε μια μικρή νυφίτσα καθώς αυτή εφορμούσε στο καλύβι. Κάθε φορά αμφιταλαντεύομαι  για το αν θα πρέπει να κάνω ένα μπάνιο για να υποδεχθώ τη νύχτα ή θα εξακολουθώ να παραμένω στον κήπο. Πάντα, όμως, υπάρχει κάποια πρόσθετη δουλειά που με κρατάει στον κήπο: ένα βρωμόχορτο για ξεπάστρεμα, ή μια πετρούλα που έχει ξεφύγει από τα παρτέρια, ή πρέπει να μαζέψω δυόσμο για την πίτα και μάραθο για τη σαλάτα.
΄Ωσπου μια στιγμή όλα αλλάζουν. Αργά-αργά ο γκιώνης κατευθύνεται προς τη μεγάλη μουριά.  Ένα ψυχρό αεράκι, στροβιλίζεται πάνω στον κήπο. Αισθάνομαι μια ανατριχίλα, καθώς ανοίγουν οι πόροι στο δέρμα μου και υγραίνεται η αναπνοή μου. Οι νεράιδες της νύχτας καταφθάνουν, αναδύονται από τα σέπαλα των δειλινών το καλοκαίρι και από τις κορφές των κυπαρισσιών το χειμώνα. Ο καιρός αλλάζει, η ζέστη της ημέρας υποχωρεί καθώς ο αυγερινός πάνω ψηλά αποσπερίζει.
Στέκομαι με ευλάβεια στο μπαλκόνι για να προϋπαντήσω τη νύχτα. Οι πυγολαμπίδες αρχίζουν να ερωτοτροπούν.

12/8/15

Στα χρώματα της Ίριδας

Το ουράνιο τόξο, Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Η αγγελιοφόρος θεά Ίρις, γλίστρησε από το ουράνιο τόξο τούτο το αυγουστιάτικο απόγευμα κι ακούμπησε εδώ στους πρόποδες του Μαινάλου, κοντά στις όχθες του γέροντα Αλφειού. Οι ακτίνες του ήλιου διαθλάστηκαν πάνω στις κρυστάλλινες σταγόνες της βροχής. Ο ήλιος έκαιγε, η νεροποντή εξακολουθούσε. Ένα κοπάδι από μπλε και πράσινες λιβελούλες κόλλησε στα ρούχα μου.  Έτρεξα για να βρω καταφύγιο στη μεγάλη συκιά.  Ο ποταμός σταμάτησε να μουγκρίζει, η πανάρχαια χελώνα ξεπρόβαλε από το καβούκι της και με πρωτόγνωρη σβελτάδα στράφηκε προς τις κουμαριές. Σκέφτηκα τη χαρά και την αγαλλίαση του Νώε τη στιγμή που αντίκρισε το ουράνιο τόξο, τότε που η Κιβωτός του ακούμπησε στο όρος Αραράτ. Οι βοσκοί οδηγούσαν τα πρόβατα στα μαντριά. Το γεράκι βολτάριζε πάνω στους λόφους.

11/8/15

Σαν το μυρμήγκι

Άγρια μέντα, από το Μαίναλο,
 Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Σαν το μυρμήγκι τώρα το καλοκαίρι, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, από το Μαίναλο στον Ταύγετο και από εκεί στον Πάρνωνα, συλλέγω αρωματικά φυτά. Κάθε γεύμα, κάθε συνάντηση συμπληρώνεται κι ολοκληρώνεται στο μεγάλο τραπέζι μας με την άφιξη της τσαγέρας το χειμώνα ή της κρυστάλλινης κανάτας το καλοκαίρι, μ' ένα ρόφημα ζεστό ή κρύο αντίστοιχα, που χαρίζει ευεξία και γαργαλάει τις αισθήσεις. Με τις πρώτες γουλιές, οι γλώσσες λύνονται κι αρχίζουν οι εκμυστηρεύσεις. Το παρελθόν  περιπλέκεται με το παρόν, οι κοσμοπολίτικες μνήμες αχαλίνωτες περιφέρονται: στις φυτείες καφέ του Κόνακρι, στις κορυφές του Παρνασσού, στους ξωτικούς κήπους του Καίρου, στα μεταμεσονύχτια παρισινά δείπνα μετά το θέατρο. Πριν καλά καλά μπει ο Ιούνιος, απλώνω τα σύνεργα μου στον πάγκο της κουζίνας. Ψαλιδάκια, σπάγγο, λαστιχάκια, σακκουλάκια πάνινα, μαχαιράκια, καλαθάκια μικρά και μεγάλα επενδυμένα με τουλουπάνι άλλα με βαθύ και άλλα με χαμηλό πάτο, σακίδιο, καπέλλο, γάντια κηπουρού. Βάζω αυτά που πρέπει να μπουν στο σακίδιο μαζί με το θερμός γεμάτο με νερό, τα φρούτα μου, τις χαρτοπετσέτες, την αλοιφή για τα έντομα και ξεκινώ. Από τις αρχές Ιουνίου  μαζεύω χαμομήλι και ανθισμένη λεβάντα από τον Ταύγετο. Όταν γυρίζω στο σπίτι, κόβω το χαμομήλι κοντά στον ανθό και το απλώνω σ' ένα μεγάλο ταψί, και στη συνέχεια το καλύπτω μ' ένα μεγάλο τούλι. Ένα από τα πιο πολύτιμα υλικά του Τροφοσυλλέκτη είναι τα τούλια από τους γάμος, γιατί καλύπτουν τους καρπούς που αποξηραίνονται στον ήλιο, ή ράβονται σε μικρά σακουλάκια για τα αρωματικά φυτά ή ακόμα μπαίνουνε σκουφάκι στα τσαμπιά από σταφύλι για να μην τσιμπολογούν τις ρώγες τους τα πουλάκια.
Δεν παραλείπω ποτέ να χαρίζω στους αγαπημένους μου φίλους από ένα μεγάλο μπουκέτο λεβάντες για τα μεγάλα βάζα του σπιτιού τους.
Στα μέσα Ιούνη όλος ο τόπος γεμίζει με βάλσαμο ή σπαθόχορτο.  Μαζεύω τα κατακίτρινα άνθη του νωρίς το πρωί, και μόλις γυρίσω στο σπίτι τα βυθίζω σε μεγάλες γυάλες με παρθένο ελαιόλαδο.
Ανήμερα του προφήτη Ηλία αρχίζει η συλλογή της ανθισμένης ρίγανης στο Μαίναλο. Ταυτόχρονα ο Ταύγετος γεμίζει από τσάι του βουνού. Ολόκληρα λιβάδια από τσάι του βουνού μοσκοβολάνε, εκεί οι Μανιάτες βόσκουν τα μικρά μοσχαράκια. Στο τέλος του Ιούλη ανεβαίνω στα αρκαδικά μοναστήρια για να μαζέψω τίλιο (φλαμούρι) από τις φλαμουριές. Αρχές Αυγούστου μαζεύω φλισκούνι και άγρια μέντα. Η συγκομιδή ολοκληρώνεται με τη συλλογή των μαύρων καρπών της κουφοξυλιάς (σαμπούκο). Το χειμώνα τα τσάγια με τους καρπούς της κουφοξυλιάς μας απαλλάσσουν από τις λοιμώξεις του λαιμού και μας προκαλούν εφίδρωση. 

2/8/15

Οι συγχορδίες των τζιτζικιών

Ντάλα μεσημέρι, ευτυχώς άρχισε να φυσάει βοριαδάκι. Φόρεσα το καπέλο μου, πήρα τη μαγκούρα της γιαγιάς μου για να διώχνω τα φίδια, ζώστηκα το σακίδιο μου και ξεκίνησα για να μαζέψω μύγδαλα. Βάδιζα μεσ' τα χωράφια, με τ' αγκάθια και τα τριβόλια να τρυπώνουν στο παντελόνι μου. Έφτασα στις μυγδαλιές, δυο-τρεις στη σειρά ανάμεσα στις γκορτσές, τις μηλιές και τις κυδωνιές. Μάζεψα τ' αμύγδαλα, πήρα μια πέτρα για να τα σπάσω και κατέφυγα στον ίσκιο της μεγάλης βελανιδιάς για ν' απολαύσω αυτή τη λιχουδιά. Μου αρέσουν τα μύγδαλα φρέσκα, πριν αποχωριστούν από το περικάρπιό τους, πριν εξαλειφθεί αυτή η δροσερή πικράδα, που αρωματίζει το στόμα. Σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου, έβγαλα το θερμός μου, ήπια μια στάλα νερό.
Οι συνεχείς συγχορδίες των τζιτζικιών  κυριαρχούσαν στο ηχοτοπίο. Θυμήθηκα τις συναυλίες στο Ηρώδειο και τους μουσικούς με τα σμόκιν που συνέχιζαν να παίζουν ακάματοι από την κάψα του αρχαίου θεάτρου. Τουλάχιστον τα τζιτζίκια έχουν λεπτά, διαφανή φτερά. Αχ, αυτός ο Αίσωπος, αδίκως παρεξήγησε αυτά τα έντομα! Τα κατέστησε σύμβολο της τεμπελιάς και της ανεμελιάς! Σύμβολο ενός καλοκαιριού χωρίς τέλος. Θυμήθηκα τα διηγήματα της Φρανσουάζ Σαγκάν, που διαδραματίζονται στην Προβηγκία και τα τζιτζίκια -δεν λείπουν ποτέ από τους αγαπημένους χώρους των ηρώων της. Τα τζιτζίκια σύμβολο του χαμένου παράδεισου της Μεσογείου.
Μέχρι που ένας οξύς ήχος, από τα ξερόκλαδα, κάλυψε τα πάντα. Μια χελώνα με βαριά βήματα, κρύφτηκε στο καβούκι της. Ψηλά στον ουρανό, ένα γεράκι σχημάτιζε κύκλους. Έκλεισα τα μάτια για ν΄ αφουγκραστώ τα σωθικά της καλοκαιριάτικης γης.

Ο εξευρωπαϊσμός των κήπων και των οικιών

Μπάζα έξω από το χωριό Ρούτσι,
Αρχείο Τροφοσυλλέκτη
Κάθε φορά που περπατάω στο λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, ανακαλύπτω όλο και περισσότερα μπάζα. Παλιά κεραμίδια από στέγες, σπασμένες λεκάνες τουαλέτας, ξύλα φαγωμένα από το σαράκι, καναπέδες χωρίς μαξιλάρια, κείτονται σκορπισμένα κοντά στις ρίζες των πλατάνων, στις όχθες των ρεματιών, εκεί που το νερό τρέχει ακόμα και το κατακαλόκαιρο. Άλλοτε πάλι κάτω από τα γεφύρια συναντώ παλιά κρεβάτια με σκουριασμένους σομιέδες, ξεκοιλιασμένα παπλώματα, ντενεκέδες με ξεραμένο ασβέστη, τρύπιες πλαστικές λεκάνες, ρόδες και σαμπρέλες αυτοκινήτων. Οι γράνες της δημοσιάς ασφυκτιούν από τα πλαστικά μπουκάλια αναψυκτικών και νερού, ενώ δεξιά κι αριστερά της βρίσκονται οικόπεδα περιφραγμένα που ξεχειλίζουν από κουφάρια αυτοκινήτων.
Τα σπίτια και οι κήποι τους σήμερα μοιάζουν όλο και περισσότερο με εκείνα της ευρωπαϊκής υπαίθρου. Τα χορτάρια των κήπων καλύφθηκαν με γκαζόν και με τσιμεντένια παρτέρια. Σ' ένα δύο από αυτά υπάρχουν και μικρά αγαλματάκια νάνων -ποιός ξέρει από πια πόλη της Γερμανίας και της Αυστρίας μεταφέρθηκαν! Οι κήποι άδειασαν από τα αντικείμενα και τα υλικά που οι ανυποψίαστοι πρωτευουσιάνοι τα θεωρούσαν άχρηστα και ρυπογόνα. Πετάχτηκαν τα παλιά λάστιχα, οι ντενεκέδες και τα ντενεκεδάκια, οι πέτρες από τα γκρεμισμένα κεραμίδια, οι μάνικες, οι μπανιέρες. Κι όμως πριν από λίγα χρόνια όλα αυτά φυλάσσονταν στους κήπους για να επαναχρησιμοποιηθούν. Οι ντενεκέδες γίνονταν γλάστρες, οι μπανιέρες ποτίστρες για τις γίδες και τα πρόβατα, τα πλαστικά μπουκάλια ατομικά θερμοκήπια για τα πρώιμα λαχανικά. Οι τρύπιες πλαστικές λεκάνες ήταν πρώτης τάξης φυτώρια. Τα σιδερένια βαρέλια μετατρέπονταν σε παιδικά κρεβατάκια. Φυλάω ακόμα το μικρό σιδερένιο κρεβατάκι που χρησιμοποίησε η γιαγιά μου για τα εννέα παιδιά της.
Τίποτα δεν πετάγεται, όλα είναι χρήσιμα έλεγε και ξανάλεγε ο μπαρμπα-Γιώργος! Σήμερα όλα άλλαξαν. Σήμερα όταν ρωτώ τους συγχωριανούς μου "πού μπορώ να πετάξω το κρεβάτι, ή την ξεκοιλιασμένη καρέκλα;" η απάντηση που λαμβάνω είναι πάντα η ίδια: "δώσ' το στον Ελβις, στον Κώστα, στον Ολιν και μη σε νοιάζει, αυτός θα φροντίσει...". Έτσι, με μεγάλη αμεριμνησία τα αντικείμενα, τα υλικά, εξαφανίζονται ως δια μαγείας από τα σπίτια και γίνονται μπάζα στα δάση και στα ποτάμια.
Η κατάσταση μου θυμίζει τα νεογέννητα γατάκια, που κάθε φορά που γεννούσε η γάτα μας, η άλλη η γιαγιά μου, στις Σπέτσες τα έδινε για εξαφάνιση στη Θοδώρα, τη Μαρία, την Κούλα, την εκάστοτε υπηρέτρια.
Κι' εγώ αμέσως τραβούσα προς την απόκρημνη παραλία, από κάτω από το σπίτι μας, δίπλα στη μεγάλη σπηλιά. Παρακολουθούσα ανήμπορη τα γατάκια που κολυμπούσαν αγωνιωδώς μέχρι που σιγά-σιγά τα κατάπινε η θάλασσα. Πίστευα μέχρι και την τελευταία στιγμή ότι θα γλυτώσουν.

.